Μάλλον ξεκινά στο πρώτο «άνοιξε το στόμα σου αναθεματισμένο!» και στο πιρούνι που πιέζει τα σφιχτά κλεισμένα χείλη σου τόσο πολύ που στη θέα και μόνο νιώθεις τρόμο. Μήνες μετράς κι ήδη το εμπεδώνεις: Αν δεν κάνεις αυτό που σου ζητούν με κάποιο τρόπο θα πονέσεις. Προφανώς πριν, οι περισσότεροι, έχουν δοκιμάσει κι άλλες μεθόδους. Σου ‘χουν κάνει γελάκια, σου ‘χουν κάνει αεροπλανάκια, έχουν προσπαθήσει να σου πλασάρουν αγκινάρες για τηγανιτές πατάτες. Κάποτε όμως κι η ευρηματικότητα στερεύει. Και τότε ξεκινά η βία.
Γρήγορα συνειδητοποιείς ότι η βία είναι απανταχού παρούσα. Δεν έχεις ιδέα όμως περί τίνος πρόκειται, δεν την αναγνωρίζεις, δεν την ονοματίζεις, δεν έχεις τρόπο να τής αντισταθείς. Κι όχι μόνο επειδή είσαι νήπιο, συχνότατα πεθαίνεις υπερήλικας σ’ ένα κρεβάτι περιτριγυρισμένος από παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα και παραμένεις αναλφάβητος στον εντοπισμό της. Ή τόσο εξοικειωμένος μαζί της ώστε η αναγνώρισή της θα σήμαινε σύνθλιψη. Κι η σύνθλιψη καμιά φορά πονά περισσότερο απ’ τη βία.
Ας ξεκινήσουμε με τα ελαφρυντικά, που ναι μεν δεν αποτελούν δικαιολογίες, εξηγούν όμως τα καθέκαστα: Πριν γίνεις θύτης έχεις υπάρξει θύμα. Και σε αρκετές περιπτώσεις όταν γίνεσαι θύτης εξακολουθείς να αισθάνεσαι θύμα. Ίσως εδώ το “αρκετές” να ‘ναι λάθος. Ίσως θα ‘πρεπε να γράψω «στις περισσότερες». Οι καιροί όμως είναι άγριοι κι οφείλουμε να ‘μαστε προσεκτικοί, όχι στο τι γράφουμε, μα στο τι σκεφτόμαστε. Και για τους άλλους και πιο πολύ για εμάς.
Το θύμα μεγαλώνοντας βράζει από θυμό, από πόνο, από αίσθημα αδικίας. Το αντίδοτο σε όλα αυτά πιθανότατα θα ‘ταν η γνώση, η επιείκεια, η προσφορά, η συγχώρεση, η γενναιοδωρία κι η απόσταση απ’ την πηγή του πόνου. Ιδεαλιστικές σαχλαμάρες στ’ αυτιά των περισσοτέρων από εμάς, που το μόνο που δείχνει να μπορεί να μας ανακουφίσει είναι η ανακύκλωση. Η εκδίκηση βαφτίζεται δικαιοσύνη κι όχι απλώς στα λόγια. Ο σημερινός θύτης, χθεσινό ή και σημερινό θύμα, όντως λογίζει τις πράξεις του ως απόλυτα φυσικές, ως έναν τρόπο να επέλθει η ισορροπία στο σύμπαν (του).
Φέρεις το δράμα σου. Φέρω το δικό μου. Φέρει το δικό του. Ερχόμαστε κοντά, συνδιαλεγόμαστε, σχετιζόμαστε, αγαπιόμαστε ή κι όχι – και σ’ όλες αυτές τις διαδρομές κουβαλά ο καθένας τις αποσκευές του. Η συνειδητοποίηση του προσωπικού μας βάρους και πώς αυτό επηρεάζει εαυτό και τριγύρω είναι μεν ένα διόλου ευκαταφρόνητο πρώτο βήμα – τις περισσότερες φορές όμως αυτή η συνειδητοποίηση έχει διάρκεια αστραπής. Μοιάζουμε να ‘μαστε διαρκώς εγκλωβισμένοι στα ίδια αδιέξοδα «Αναγνωρίζω το δράμα μου, θέλω να το υπερβώ, στ’ αλήθεια λαχταρώ να ελευθερωθώ, μα δεν έχω ιδέα πώς να το κάνω. Κι όταν τελικά βρω μια ιδέα ή έναν τρόπο ή μια πρόταση που θ’ ακουστεί και θα φανεί έξυπνη ή προνομιακή, φαντάζει ακατόρθωτη. Το δράμα μου είναι πιο βαρύ από μένα. Το δράμα μου είναι πιο δυνατό από μένα.»
Στο δράμα κουρνιάζει απαλά σαν σεντονάκι που θα σκεπαστείς κάποιο Ιούλιο, μια γλυκιά συμπάθεια. Αποχωρίζοντας το δράμα, αναγκαστικά θα πούμε «γεια σου» και στη συμπάθεια. Για τη συμπάθεια μένουμε στο δράμα. Είναι αυτή η απόλαυση της θέσης του αδικημένου. Είναι η πιο προσιτή αφορμή για να αφεθείς σ’ έναν λυγμό. Σαν τον ηθοποιό που όταν θέλει να ‘ναι πειστικός στο κλάμα του επάνω στη σκηνή θα ανατρέξει νοητά σ’ όσα κάποτε τον πόνεσαν ή τον πονούν ακόμη. Όσες παρηγοριές κι αν λάβεις από κάποιον άλλον, όσες ανακουφιστικές μεγαλοστομίες, η παρηγοριά που πάντα θα λαχταράμε πιο πολύ είναι εκείνη που μόνοι μας προσφέρουμε.
Παντζούρια κλειστά. Ημίφως. Τοπική ώρα άγνωστη, σήμερα ζεις το δράμα σου και δεν έχει καμία σημασία ότι ο κόσμος έξω εξακολουθεί και κινείται, και ζει, και δημιουργεί παρά το δράμα σου. Ίσως κάπου και να σ’ εκνευρίζει πώς μπορεί ο κόσμος ακόμη να κινείται. Οι διαρκώς χαρωποί, οι αισιόδοξοι, οι έστω κατ’ επίφαση ευτυχείς, θα φαντάζουν πάντοτε αφελείς κι αιθεροβάμονες στα μάτια του κάθε παραδομένου στο δράμα του – αυτή η υποτίμηση είναι ο μόνος τρόπος να διαχειριστεί την ανέμελη κίνηση του πλανήτη που καθόλου δεν ενδιαφέρεται και δεν επηρεάζεται απ’ τα δικές μας μελαγχολίες.
Με θυμάμαι τα χρόνια της απόλυτης καθήλωσης στην αεροφοβία μου, που όποτε τύγχανε ο διπλανός μου στο αεροσκάφος να κοιμάται, να φαντασιώνομαι ότι του χώνω αντικείμενα σε μύτη κι αυτιά για να τον ενοχλήσω. Πώς μπορείς άνθρωπέ μου κι είσαι ξέγνοιαστος όταν εγώ σε κάθε τράνταγμα χάνω δέκα χρόνια απ’ τη ζωή μου; Δε σου επιτρέπεται. Δε στο επιτρέπω. Ξύπνα να συμπάσχεις. Ξύπνα να κάνω το δράμα μου δικό σου.
Βία. Δε μας αρέσει η ηχώ της λέξης. Είναι απ’ αυτές τις λέξεις που αν τύχει να πέσουν στο τραπέζι αυτόματα θα ανασκουμπωθούμε. Το σώμα το ίδιο αμύνεται, οι ώμοι γέρνουν μπροστά, προφυλακτικά, σαν μια απόπειρα αυτοαγκαλιάς.
Λέμε, χωρίς να το λέμε, «δε με αφορά το θέμα άλλαξε συζήτηση». Βία, νεκροταφείο, καρκίνος, αγχόνη, «Θεός φυλάξοι, μακριά από εμάς τέτοιες λέξεις, κουβέντες, συνειρμοί». Αλουμινόχαρτο, τύλιξε τη βία μέσα, βάλ’την στην κατάψυξη, ξέχασε την ύπαρξή της, για πάντα.
Θύμα: Η προαναφερόμενη συμπάθεια
Θύτης: Η αποστροφή
Θύμα και θύτης ταυτοχρόνως: Το τυπικό σενάριο
Θύμα και θύτης απέναντι: Μια σκυταλοδρομία
Ας γίνω λίγο αντιπαθής: Στις περισσότερες περιπτώσεις βουβής κακοποίησης στις ερωτικές σχέσεις οι ρόλοι θύτη/θύματος είτε εναλλάσσονται ανά περιόδους, είτε δρουν ταυτόχρονα και στους δύο. Κι εδώ υπονοείται μια σιωπηρή συμφωνία: «Σου επιτρέπω να με κακοποιείς, για να μπορώ να σε κακοποιώ». Το κατά πόσο αυτή η συμφωνία αναγνωρίζεται σε συνειδητό επίπεδο, είναι μια άλλη κουβέντα, μεγάλη πολύ, που καλύτερα ν’ αφήσουμε για τώρα. Οι μηχανισμοί όμως κάνουν όλη τη σκατοδουλειά ερήμην μας ή όχι και τόσο, με σκοπό να μη μας αφήσουν ν’ αποχωριστούμε μια άλλη νοσταλγία: Εκείνη της μαμάς. Του μπαμπά. Της παιδικής μας κούνιας. Στον ίδιο αέναο κύκλο ήταν μπλεγμένοι κι αυτοί.
Ο Φρόιντ το 1929 εκδίδει το “Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας” και ταράζει συθέμελα τους καθωσπρέπει και θρησκευτικούς κύκλους της Βιέννης, κι όχι μόνο. Έντονα επηρεασμένος απ’ τις φρικαλεότητες του Α Παγκοσμίου πολέμου, προσπαθεί να βρει απαντήσεις στα “πώς” και τα “γιατί” της ανθρώπινης υπόστασης που δείχνει να ελκύεται τόσο απ’ τη βία. Βασική θέση του Φρόιντ είναι πως η πρόκληση πόνου (ή και αφανισμού) στον άλλον αποτελεί καθολικό ανθρώπινο ένστικτο αυτοπροστασίας και πως το άτομο νιώθει αβάσταχτη δυσφορία στο πλαίσιο των κοινωνικών συμβάσεων που του υπαγορεύουν να φέρεται πολιτισμένα. Κάπως έτσι εξηγεί και τις νευρώσεις…
Στην πρώτη ανάγνωση του βιβλίου αυτόματα ο νους πήγε σε μια άλλη ατάκα που μας έλεγαν στη δημοσιογραφία “Πάντα θα πουλάει ο τίτλος και το πρωτοσέλιδο που θα περιλαμβάνει αίμα, ψέμα και σπέρμα.” Και λίγο έπειτα θυμήθηκα τον κύριο Νίκο που ‘χε έρθει με απόσπαση για μια τριετία κάπου γύρω στο 1993, στη Ρόδο, και μου ‘τυχε να πέσω στα μαγικά διδακτικά του χέρια. Αυτός ο σπουδαίος δάσκαλος είχε τη γενναιότητα να σταθεί μπροστά σε παιδιά 7 κι 8 χρονών και με αφορμή έναν καταστροφικό σεισμό που είχε γίνει τότε να μας ρωτήσει “Γιατί πιστεύετε παιδιά ότι οι γονείς σας απολαμβάνουν να βλέπουν όλη μέρα στην τηλεόραση τα ερείπια;”
Ασύλληπτα μεγάλη ερώτηση για τον τότε μικρό μου νου. Και παραμένει.
Αν λοιπόν υποθέσουμε πως όλοι αυτοί οι “δάσκαλοι” είχαν δίκιο – κι αν τολμήσουμε να πούμε ότι ίσως και να γεννιόμαστε βίαιοι τότε προς τι το διαρκές σοκ; Γιατί πέφτουμε απ’ τα σύννεφα; Γιατί η γειτονιά δε βρίσκει ποτέ κάτι κακό να πει για το θύτη του διπλανού διαμερίσματος;
Παρά τις παροτρύνσεις για να κλειδώνουμε καλά τις εξώπορτες και να προσέχουμε πού περπατάμε το βράδυ, οι στατιστικές κι η άχαρη πραγματικότητα λένε ότι είναι μακράν πιθανότερο να λάβουμε και να ασκήσουμε βία μέσα στο προστατευμένο περιβάλλον του “σπιτιού” μας, παρά οπουδήποτε αλλού. Εξού κι η γειτονιά πάντα θα εκπλήσσεται…
Πριν τη βία έχει προηγηθεί ένας ερεθισμός, στον οισοφάγο, στο στομάχι ή στον κρόταφο. Κι αυτό τον ερεθισμό μπορεί να μας τον προκαλέσει μόνο κάποιος ή κάτι που έχει για εμάς αξία. Ξεσπάμε χολή, απωθημένα κι εχθρότητα στους πιο οικείους όχι μόνο γιατί είναι οι πιο άμεσα προσβάσιμοι αλλά και γιατί θεωρούμε ότι φέρουν την υποχρέωση να μας απαλλάξουν απ’ τα πρωταρχικά μας δράματα. Αναπόφευκτα τη μυθοποίηση ακολουθεί η αποκαθήλωση. Δεν έχουμε τη διαύγεια να αποδεχτούμε ότι ουδείς φέρει το καθήκον της προσωπικής μας ευτυχίας. Ή καμιά φορά δεν έχουμε και τη διάθεση, σύζευξη τεμπελιάς κι εγωισμού. Καταστροφικό το μίγμα.
Και τότε είναι που ξεκινά η σκυταλοδρομία.
Οι περισσότερες μορφές βίας για τις οποίες συζητάμε αυτές τις μέρες στο pillowfights είναι τόσο τυπικές ώστε έχουν γίνει δεύτερη φύση μας. Για χάρη τους έχουν γραφτεί τραγούδια, συνθήματα, κάποιοι τολμούν να τις αποκαλούν ακόμα και ταμπεραμέντο ή τεχνικές σαγήνης. Δεκαετίες ολόκληρες βουτηγμένες στην παθογένεια ώστε πλέον είμαστε παντελώς ανίκανοι να τη διακρίνουμε. Σε μια πρώτη ανάγνωση. Γιατί σε μια δεύτερη πιθανότατα και να μη μας συμφέρει να τη διακρίνουμε και γι’ αυτό να κάνουμε τα στραβά μάτια.
Το κουκούλωμα πάει κι έρχεται. Οι εραστές δε γνωρίζονται ουσιαστικά για να μην παραδώσουν τον υποτιθέμενο έλεγχο. Οι γονείς δεν τολμούν να μετανιώσουν για ν’ αποφύγουν την κατάρρευση και την αλλαγή. Τα “παιδιά” δεν ξεχνούν για να ‘χουν δικαιολογία να εξακολουθούν να παραμένουν παιδιά. Όλοι μαζί καλεσμένοι στο γάμο του Καραγκιόζη επιδίδονται στο αγαπημένο τους σπορ: Ποιος θα κρύψει καλύτερα το δράμα του. Ποιος είναι ο ισχυρότερος. Ποιος θα πάρει τώρα τη σκυτάλη – κι είναι και τούτο το οξύμωρο, να θέλουν όλοι καταβάθος να ‘ναι οι θύτες, ενώ θα δείχνουν θύματα.
Δεν τρέφω προσδοκίες ότι θα πάψουμε να γινόμαστε πού και πού βίαιοι. Όπου κοιτάξει το μάτι βία βλέπει. Στην τιβί, στα κορναρίσματα, ενίοτε και στο κρεβάτι που κοιμάσαι. Μεγαλώσαμε όμως πια και δεν μπορώ να προσποιούμαι ότι δε βλέπω το ζευγαράκι που χαϊδεύεται πίσω απ’ την κουρτίνα. Και κάπως κάπου το ξέρω και φροντίζω να μου το θυμίζω, ότι η βία δε θα φύγει όσο παραμένει στο σαλόνι το δράμα. Αν όμως χάσουμε το δράμα, θα πρέπει να βρούμε άλλους τρόπους για να ‘χουμε τη συμπάθεια. Και για λόγο ηθελημένα αδιευκρίνιστο, υποψιάζομαι ότι αυτό είναι που μας φοβίζει περισσότερο.