Κάθε άνθρωπος που συναντάμε στην πορεία της ζωής μας φέρει μαζί του μια ιστορία που εξελίχθηκε -κι εξελίσσεται ακόμα- στη δημιουργία ενός προσωπικού κόσμου, με τον οποίο κόσμο μέχρι πρότινος δεν είχαμε ουδεμία εμπλοκή. Αυτός ο κόσμος, όπως κάθε ανεξερεύνητος προορισμός κι όπως αντίστοιχα κι ο δικός μας κόσμος, φέρει πρόσωπα απ’ το παρελθόν, φέρει γεγονότα που καθόρισαν συμπεριφορές, γούστα, διαταραχές, ανομολόγητες ντροπές κι ένα μάτσο από ενοχές, προσδοκίες κι εντυπώσεις.
Φαινομενικά το πράγμα δείχνει απλό. Δυο άνθρωποι γνωρίζονται και -σε πρώτη τουλάχιστον φάση- ο καθένας τους ακολουθεί μια τακτική, συνειδητή ή όχι, δεν έχει και τόση σημασία (ή μάλλον έχει, αλλά είναι άλλο άρθρο). Μια τακτική προσέγγισης και δεκτικότητας. Άλλοι τονίζουν όσα θεωρούν δυνατά τους σημεία ή όσα η ιστορία τους, τους έχει αποδείξει ή έστω δείξει ότι προσμετρώνται ως τέτοια. Άλλοι πάλι αυτοσαμποτάρονται τόσο κραυγαλέα που σχεδόν δίνουν την εντύπωση ότι υποβάλλουν εαυτό και φιλοθεάμον κοινό σε τεστ αντοχής. Και στις δύο περιπτώσεις βέβαια η προσδοκία είναι ίδια: Αποδοχή. Όλα αυτά, λίγο πολύ, είναι γνωστά στους περισσότερους σε θεωρητικό τουλάχιστον επίπεδο, γιατί τη στιγμή που τα περιγράμματα των κόσμων μας θ’ ακουμπήσουν, κάθε γνώση, κάθε πρότερη ερωτική εμπειρία και συνειδητοποίση, μπαίνει σ’ ένα ωραιότατο ντουλαπάκι που ονομάζεται “εγκυκλοπαίδια του έρωτα” και βγαίνει στην επιφάνεια αυτόματα και φυσικά η ορμή κι η συνήθεια. Θέλει πάρα πολύ προσπάθεια να μπεις σ’ ένα νέο ερωτικό παιχνίδι και παράλληλα να ‘χεις ανοιχτή την εγκυκλοπαίδια και να της ρίχνεις κλεφτές ματιές. Γενικώς το πιο δύσκολο απ’ όλα στο σχετίζειν είναι να σπάσεις τα pattern.
Και το pattern πάνω κάτω, τις περισσότερες φορές, πάει κάπως έτσι:
“Καλωσόρισες άγνωστη ή άγνωστε κι εσύ κι ο κόσμος σου! Θέλω τόσο να τον μάθω, για να σε ανακαλύψω, για να διδαχτώ, για να θαυμάσω, για να ταξιδέψω, για να γυρίσω όμως στα γνώριμα, για να σου μάθω μετά το δικό μου, για να σε πείσω γιατί είναι καλύτερος, για να διαπραγματευτούμε παρέα τι θα κρατήσουμε απ’ τον παλιό δικό σου κόσμο μιας και σ’ επέλεξα ως τον προνομιούχο που θα μοιραστεί το δικό μου, αλλά τώρα που τον ξαναβλέπω το δικό σου, λίγο ανώριμος δεν είναι; Μα καλά πώς ζούσες τόσα χρόνια σ’ αυτόν τον κόσμο; Τι έκανες πριν με γνωρίσεις;”
Σκεφτείτε γιατί στην αρχή βομβαρδίζουμε και μας βομβαρδίζουν με ερωτήσεις. Ναι οκ, πέραν του προφανούς ότι θέλουμε να ανακαλύψουμε όσο το δυνατόν περισσότερα για να δούμε αν μας ταιριάζει ή αν θα βαρεθούμε οικτρά, κάπου στο βάθος γεμίζουμε τη γωνία μας με αυριανά όπλα κι όχι απαραίτητα όπλά για να “χτυπήσουμε” σε αδύναμες κι εγωπαθείς στιγμές, αλλά κυρίως για να επιβεβαιώσουμε πόσο καλύτερες είναι τελικά οι δικές μας επιλογές, γιατί αξίζει να υιοθετήσει ο άλλος τον κόσμο το δικό μας. Και μ’ αυτόν τον πόθο νομίζουμε ότι θα λυθούν ως δια μαγείας όλσ τα προβλήματα της τωρινής μας σχέσης, όλων των προηγούμενών μας, της απόρριψης ή της υπερπροστασίας που φάγαμε απ’ τη μαμά και τον μπαμπά, αρκεί να βρούμε ή να δημιουργήσουμε έναν σύντροφο που θα του φορτώσουμε όλες τις προσδοκίες και τις ελλείψεις μας. Είναι τρελό, είναι πέρα για πέρα ακατανόητο και παρανοϊκό αλλά στην πραγματικότητα μας ελκύουν στους άλλους τα στοιχεία που εμείς όχι μόνο δε διαθέτουμε, αλλά που θα ‘ναι και τα πρώτα που αύριο μεθαύριο θα θελήσουμε να αλλάξουμε επάνω τους!
Σαφώς και δεν υπάρχει σκοπιμότητα. Είμαστε όντως τυφλά πεπεισμένοι ότι ο τρόπος μας, ότι ο κόσμος μας, είναι ο πιο “σωστός”. Αλλά καμιά φορά δεν είμαστε κι απόλυτα σίγουροι, ε; Άσχημη αυτή η αμφιβολία. Στοπ. Εδώ τώρα στοπ. Ας πιούμε όλοι ένα ποτήρι νερό. Η πιθανότητα του να εκτιμά κάποιος περισσότερο τον κόσμο του, παίζει. Κι αυτό είναι υγεία, αυτό είναι που πρέπει να επιθυμούμε για εμάς και να επιτρέπουμε και στους άλλους. Να παραμένουμε δηλαδή στο στάδιο της διδαχής, του θαυμασμού, της διαδρομής, πριν αρχίσουν οι εξουσιολαγνείες. Κανένας δε σου υπόσχεται ότι θα σου αρέσουν όλα όσα συναντάς, το πιθανότερο όμως είναι ότι όλα εκείνα που δε θα σ’ αρέσουν, θα υποψιάζεσαι ή θα ξέρεις (αναλόγως του πόσο έχεις δουλέψει με τον εαυτό σου) ότι δε σ’ αρέσουν ακριβώς επειδή κάπου, κάπως, σου χτυπάνε ένα καμπανάκι. Είτε επειδή σου θυμίζουν κάτι που είδες κάποτε και δεν έμεινες με τις καλύτερες εντυπώσεις, είτε επειδή καταβάθος είναι χαρακτηριστικά που θα ‘θελες να διαθέτεις και δεν μπορείς. Πριν προσπαθήσεις να τ’ αλλάξεις, προσπάθησε να καταλάβεις γιατί σ’ ενοχλούν. Ακόμα κι αν το να ερμηνεύσεις τις αιτίες δε λύνει από μόνο του κάποιο πρόβλημα, θα ‘χεις στα σίγουρα μάθει πολλά για σένα, δεν το λες κι αμελητέο.
Βεβαίως “σχέση” δε σημαίνει ο καθένας τον τρόπο του, την ιστορία και τον κόσμο του αποκλειστικά κι άντε να τα βγάλεις πέρα. Και ασφαλώς επιβάλλεται να ξεφεύγουμε σχετικά σύντομα απ’ τα περιγράμματα και να επιτρέπουμε να δουν το κέντρο μας και βέβαια για να δουλέψει με ισορροπία το πράγμα, θα πρέπει να το επιτρέπει κι άλλος να δούμε το κέντρο του. Άλλο όμως οικειότητα κι αποδοχή κι άλλο ταύτιση. Και οι δύο πλευρές της φάσης είναι εξοντωτικές. Και στο μεν και στο δε καταλήγεις απλά εκνευρισμένος κι ανικανοποίητος. Και δυστυχώς τις περισσότερες φορές προσπαθούν να επιβληθούν κι οι δυο ταυτόχρονα και το αποτέλεσμα δεν είναι παρά αποπνικτικό.
Το ωραίο με τους εν δυνάμει ολοκαίνουριους κόσμους είναι ότι είναι άπειροι, όσοι ακριβώς κι οι ενδεχόμενοι ερωτικοί συνδυασμοί. Μπορούν να δημιουργηθούν στο λεπτό ή ν’ αυταναφλεχθούν. Όσο όμως δυο έτοιμοι, ξεχωριστοί, συναντώνται, υπάρχει πάντα η επιλογή αντί του ν’ ανοίξει καθένας τη στοματάρα του για να καταπιεί τον άλλον, να τα βάλουν κάτω, να δουν τι ωραίο παράγει ο ένας, για τι φημίζεται ο άλλος, τι θα μπορούσαν ν’ αφήσουν στην άκρη χωρίς εξωφρενικό κόστος και τι όντως θαυμάζουν εκατέρωθεν ώστε επάνω του να χτίσουν έναν τρίτο κόσμο που θα τους φιλοξενεί χωρίς να νιώθουν ότι κάτι προδίδουν ή κάτι αφήνουν πίσω.
Ο κάθε άνθρωπος φέρει τη δική του ιστορία, αλλά η με το στανιό επιμονή σ’ αυτήν, πόση “ιστορία” μπορεί να γράψει όντως;