Εξήντα χρόνια στην πλάτη του, τρία παιδιά, ένα διαζύγιο, μια χηρία και ένας σπαραριστός μεζές στην άκρη του πιάτου.
Στο κέντρο του, βλήτα. Τα καταπίνει αμάσητα, αδιάφορα, αλάδωτα.
Κλωτσάει τον μεζέ στην άκρη και ας του τρέχουν τα σάλια.
Ερασιτέχνης σκιτσογράφος, επαγγελματίας φωτογράφος.
Περνάει τις μέρες του, σε βουνά και λαγκάδια, απαθανατίζοντας την άγρια πανίδα του νησιού του.
Τσιπουράκι με φίλους σε γραφικά καφενεδάκια, τσιγάρο στα κλεφτά, «ανάθεμα μας έφαγε η κρίση» οι νυχτερινές κουβέντες.
Τα παιδιά δε μεγαλώνουν ποτέ. Και εκείνος παραμεγάλωσε μαζί τους.
Γέρασε, μαράζωσε. Και ας μην το ξέρει.
Τα παιδιά τον έχουν ανάγκη. Οι δικές του, περίπατο.
Τις ξέχασε κάπου μεταξύ τρίτης και τέταρτης δεκαετίας.
Τα παιδιά στέκονται τροχοπέδη. Και αυτό είναι το πιο βολικό άλλοθι.
Ο μεζές στο πιάτο, νεαρός, θηλυκός και θρασύς.
Είναι εκείνη που βάφει τα χείλη κόκκινα και χτυπάει τα τηλέφωνα τη νύχτα.
Ήρθε με τα τριάντα δικά της χρόνια, να του ανοίξει το δρόμο στο διαφορετικό.
Ήρθε να του αναταράξει τη φιλήσυχη καθημερινότητα του.
Ήρθε να τον πάρει από το χέρι, να πιουν μαζί τα τσιπουράκια, να καπνίσουν στα κλεφτά, να γεμίσουν με λόγια τα βράδια.
Ήρθε για να μείνει.
Και εκείνος την υποδέχτηκε με τις πιτζάμες.
Κυριακές στα λαγκαδιά, φωτογραφίες στα πεύκα και τα έλατα, συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων.
Οι μήνες να περνούν και τα κόκκινα χείλη να μένουν στεγνά.
Ένα βήμα μπροστά και δέκα πίσω.
Μια παρατεταμένη ματιά και δέκα αμήχανες.
Μια μέρα επαφής και δέκα απουσίας.
«Ρε συ, τον αγαπάω, το πιστεύεις;», μου ‘λεγε το καλοκαίρι.
Ένα ολόκληρο καλοκαίρι στην αμφιβολία και την θλίψη.
Άλλοτε τα σήματα να της φωνάζουν «ναι» και άλλοτε «όχι».
Και να ‘ναι το «όχι» πιο επίμονο και να το χώνει κάτω απ’το χαλί.
Το φθινόπωρο τους βρίσκει να φωτογραφίζουν τους καρπούς των εσπεριδοειδών.
Τα χείλη ακόμα αφίλητα, τα βήματα διστακτικά, τα παιδιά τον έχουν ανάγκη.
Τι και αν οδεύουν στην τρίτη δεκαετία της ζωής τους;
Εκείνος τη δική του, την έχει αφιερώσει μόνο στο ρόλο του πατέρα.
Και αν ένα βράδυ παρασυρθεί;
Και αν τα κόκκινα χείλη ζωγραφίσουν παντού στο πρόσωπό του;
Και αν ξαναθυμηθεί πως είναι άνθρωπος, πως είναι άντρας;
Και αν κλέψει μια μπουκιά απ’το μεζέ;
Τότε θα τρέξει χιλιόμετρα πιο μακριά, τότε οι σιωπές θα γίνουν συνήθεια και τα χείλη σφραγισμένα θα μείνουν.
Βόλτες που σταμάτησαν στη μέση. Απορίες που δε λύθηκαν. Κουβέντες που δεν ολοκληρώθηκαν.
Καλοκαίρια που άσκοπα περνούν.
Εκείνη καιρό μετά, απογοητευμένη θα σου πει «δείλιασε, κέρδισαν οι Ερινύες του.»
Εκείνος πως τα παιδιά τον έχουν ανάγκη.
Στη Γ.