Η μπλε βελουτέ κουρτίνα βρεχόταν στα νερά που έσταζε το κλιματιστικό κι εκείνος κάπνιζε οικείος και σχετικά αμέριμνος σε μια βεράντα που μέχρι πριν δυο μέρες δεν είχε ξαναπατήσει.

Μιλούσε στο τηλέφωνο χαμηλόφωνα, όπως πάντα· καμιά φορά τόσο χαμηλόφωνα που έπρεπε να αποδυναμώσεις τις υπόλοιπες τέσσερις αισθήσεις σου, για να ‘σαι σίγουρος ότι δεν έχεις χάσει συλλαβή απ’ όσα είπε. Ξύπνησε δυο ώρες πριν εκείνη και όσο αυτή κοιμόταν έκοβε βόλτες από σαλόνι σε υπνοδωμάτιο, τη χάζευε, έξυνε τις πατούσες της για να την τσιγκλίσει, τσέκαρε κανά δυο φορές αν αναπνέει – τι στο διάολο του συνέβαινε;

Όταν ξύπνησε και τον πέτυχε να χαζεύει τη βιβλιοθήκη της, προφασίστηκε μια βιαστική δουλειά κι έφυγε άρον άρον. Κάτι γόπες στο μπαλκόνι μαρτυρούσαν μόνο ότι ίσως τελικά δεν ήταν και τόσο βιαστικός, αλλά δεν τις παρατήρησε κανείς.

Του τηλεφώνησε το απόγευμα, το βράδι, την άλλη μέρα το πρωί. Μπλεγμένος σε κάτι γενικές κι αδιευκρίνιστες υποχρεώσεις, απόφυγε μ’ ευκολία την πρόσκλησή της για ποτό.

Δεν τον ξαναπήρε.

Είναι ανόητος όποιος πει ότι δε φοβάται τον έρωτα, ανόητος, μικρός και τυχοδιώκτης. Ή έχει άγνοια κινδύνου. Γιατί αν δεν είναι κίνδυνος να βγάλεις στο παζάρι ό,τι έχεις και δεν έχεις, χωρίς καμία εγγύηση, τότε τι είναι; Αν δεν τρέμεις το παραμάζωμα, την εκμετάλλευση, την προδοσία; Πώς να νικήσεις την αμφιβολία; Πώς να προσποιηθεί τον άνετο όταν τον κόφτει ακόμα κι η ανάσα της;

Τον έρωτα δε γίνεται να μην τον τρέμεις· κι ας μην μπορείς ούτε να τον αποφύγεις.

Τον τρέμεις τη στιγμή που κυνηγάς το βλέμμα εκείνου που αγαπάς να τρέχει απλανές στον τοίχο απέναντι και παλεύεις να μαντέψεις τι σκέφτεται. Να τρώγεσαι αν σε χωρά αυτό που σκέφτεται.

Τον τρέμεις όταν κομπιάζεις στις λέξεις, όταν τραβάς τα χέρια σου λίγο πριν το παρακάνει η λαχτάρα. Όταν αγχώνεσαι μην αποκαλυφθείς από τώρα, μην απομυθοποιηθείς, μη βρεθείς να μετράς ράμματα.

Τον τρέμεις πίσω απ’ τα βιαστικά σου «όλα καλά» και τα «ελέγχω» που θα σε γλυτώσουν γρήγορα απ’ τις επίμονες απορίες των άλλων, αλλά όχι κι από τις δικές σου. Γιατί όταν στο δωμάτιο δε θα υπάρχει ανάσα δεύτερη, θα ξέρεις ότι δεν ελέγχεις ούτε τον εαυτό σου καλά καλά.

Τον τρέμεις όταν βιάζεσαι να τη σκαπουλάρεις ένα πρωί. Κι όταν δεν απαντάς τα τηλέφωνα απ’ την άρρωστη ανάγκη σου να μην πάψουν να χτυπάνε. Όταν χάνεσαι για να σε ψάξουν. Κι όταν δε σκοπεύεις να επιστρέψεις αν δε σε ψάξουν.

Ένστικτο αυτοσυντήρησης, το έχεις ακουστά; Δεν είναι εγωισμός τα τείχη κι οι άμυνες, δεν είναι αναίσθητοι οι άνθρωποι και δεν είναι δουλειά κανενός άλλου να ρίξει το γκρέμισμα όταν έρθει η ώρα. Αυτός που τα ύψωσε, αυτός και θα τα κατεβάσει, εν πλήρει συνειδήσει όμως ότι υπάρχει πολύ σοβαρή πιθανότητα να πιάσει ξανά σύντομα το σοβάτισμα. Ποιος μπορεί να ζήσει εύκολα με αυτό;

Στην τροπόσφαιρα των θεωριών οι ανθρώπινες σχέσεις είναι απλές, επιβάλλουν απλώς ειλικρίνεια, παρόρμηση και κουβέντα. Στην αληθινή ζωή η ειλικρίνεια, η παρόρμηση κι η κουβέντα είναι σαν τις καρικατούρες διαχειρίστριες των πολυκατοικιών με τις καρό ρόμπες και τα ρόλεϊ στο κεφάλι. Σπάνιες, γραφικές, ενίοτε ενοχλητικές.

Της ψέλλισε σε κάποια φάση ένα «με σκαλώνεις» η μουσική όμως ήταν δυνατά κι αυτό τους βόλεψε.

Οι στρατηγικές που μπόλιασαν στους εγκεφάλους, μας θέλουν εγωπαθείς, μυστηριώδεις, κυκλοθυμικούς, αστειάτορες, έτοιμους για πάσα τρέλα κι ανά πάσα στιγμή – κι οι στρατηγικές δικαίως, συνήθως επιτυγχάνουν. Αν όμως κάνουμε τη στρατηγική πετσί μας, αν το φάμε το κουτόχορτο, η πτώση από ταράτσα λιγότερο θα πονέσει. Πούλα την τρέλα σου για όσο δεν εξαπατάς και δεν εκμεταλλεύεσαι τον απέναντι, για όσο δεν καταπιέζεις την αλήθεια σου και για όσο δεν προσβάλεις τον έρωτα.

Μη λιθοβολείτε τους λιποτάκτες. Το «με τα μούτρα» στο συναίσθημα είναι το σύνθημα αλλά στα ψιλά του γράμματα κι αυτό δεν είναι παρά ένας τρόπος να νικήσεις το θεριό. Να αναθαρρέψεις ότι μπορείς να να παρασύρεις τον άλλο στον ενθουσιασμό σου, να του δείξεις τα βήματα πρώτος με την ελπίδα ότι σύντομα θα ‘χεις παρτενέρ. Κι αυτό φόβος είναι, μασκαρεμένος μεν, φόβος δε.

Συμφιωλιώνεσαι μαζί του όταν παραδεχτείς τη δύναμή του, όταν δε χρειάζεται να φύγεις άρον άρον ένα πρωί, όταν δεν υποκύπτεις σε τεχνικές αποπλάνησης κι εύκολα φτηνά τρικ.

Μετά από δυο εβδομάδες της τηλεφώνησε εκείνος. Για καλή του τύχη δεν ήταν αργά.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά