Δεν είμαστε μόνο οι φίλοι μας. Είμαστε οι πηγές μας. Οι πηγές εκείνες που εμπιστευόμαστε για την ενημέρωση, τη σκιαγράφηση μιας άποψης ή την επιβεβαίωση μιας ήδη υπάρχουσας κι οι πηγές εκείνες τις οποίες θα επικαλεστούμε σαν αυθεντίες για να νιώσουμε αργότερα οι ίδιοι αυθεντίες. Είναι αναγκαίες οι πηγές, τροφοδοτούν με ισχυρή αίσθηση ασφάλειας την ανάγκη μας για βεβαιότητες. Το πρόβλημα ξεκινά όταν αυτές οι βεβαιότητες συγχέονται με την αλήθεια – κάτι που μας συμβαίνει καθημερινά άλλοτε εν αγνοία μας κι άλλοτε εν συμφωνία μας.
Φανταζόμαστε συνήθως την αλήθεια σαν ένα βράχο αμετακίνητο στην άκρη ενός γκρεμού για να της προσδώσουμε και μια εσάνς δραματικότητας. Απροσπέλαστη λέμε η αλήθεια, φτάνουν μόνο οι θαρραλέοι. Αγνοούμε ασυνείδητα ή κι όχι, ότι η αλήθεια αν αποτελεί ένα μέρος του βράχου δεν είναι παρά το ασυγκράτητο νερό που τρέχει στις κορυφές του. Μια ευμετάβλητη κι αβέβαιη αλήθεια που μπορεί ν’ ανατραπεί αμέσως μόλις ανατραπούν οι δικές μας πεποιθήσεις. Αυτή όμως είναι μια μετακίνηση δυσκολότερη κι απ’ το να ξεκολλήσει ο βράχος απ’ το έδαφος.
Στην Ελλάδα των εντελώς διαπλεκόμενων ΜΜΕ δείχνουν να οργίζονται με αυτή την εργαλειοποίηση μόνον όσοι δε συμφωνούν με όσα αυτά δηλώνουν κι εκπροσωπούν. Οι υπόλοιποι κοιμούνται ύπνο βαθύ κι όχι όπως βιαστικά θα υποθέταμε γιατί συμφωνούν με την προπαγάνδα αλλά επειδή αρκετοί απ’ αυτούς δεν τη διακρίνουν καν. Όταν η τηλεόραση μου επιβεβαιώνει αυτό που ήδη πιστεύω, γιατί να μην την πιστέψω;
Όσοι δε βρίσκουν τροφή κι ικανοποίηση στα πιο παραδοσιακά ΜΜΕ, στρέφονται στα social media. Αν μη τι άλλο εδώ υπάρχει πολυφωνία θα πούμε κι ενα μεγάλο “ευτυχώς” ακούγεται από πολλούς. Μα και στα social οι παρανοήσεις καραδοκούν στη γωνία και μάλιστα σε αυτές είμαστε εντελώς συνένοχοι. Ακολουθείς τις πηγές που σ’ ενδιαφέρουν, τ’ άτομα εκείνα με τα οποία οι απόψεις ταυτίζονται, δημιουργείς timelines ευχάριστα για να σκρολάρεις με τις ώρες. Ευχάριστα = Σε συμφωνία με τις πεποιθήσεις. Κάπως έτσι μοιάζουμε πολύ περισσότερο απ’ όσο πιστεύουμε μ’ εκείνους τους πεφωτισμένους κι αδαείς γέροντες των καφενείων στα ορινά της χώρας, που επειδή κάθονταν στη μια πλευρά οι Μητσοτακικοί και στην άλλη οι Παπανδρεδικοί, οι καθείς νόμιζαν ότι η πλευρά τους ήταν η μεγαλύτερη.
Εμείς μπορεί να μην ξημεροβραδιαζόμαστε πια στα καφενεία αλλά με τις μαγικές λειτουργίες του block, του unfollow και του hide, δημιουργούμε έναν ωραιότατο πλασματικό κόσμο στον οποίο επειδή δαπανούμε τόσες ώρες καθημερινά ξεχνάμε ότι πρόκειται περισσότερο για μια μάζωξη ομοϊδεατών σ’ ένα σαλόνι κάποιο Σαββατόβραδο, παρά για αντανάκλαση του τι συμβαίνει εκεί εξώ. Εξού και αυτό το διαρκές σοκ μας “Μα τι στο καλό γίνεται στον κόσμο; Ζουνε ανάμεσά μας!”, ένα σοκ που εναλλάσεται με λανθασμένες εκτιμήσεις. Οι μεν πάντα θα νομίζουμε ότι είμαστε ικανότεροι, περισσότεροι και δυνατότεροι απ’ τους δε. Προφανώς τα χρυσά μυαλά των τμημάτων μάρκετινγκ γνωρίζουν πολύ καλά αυτή την αδυναμία μας και την εκμεταλλεύονται δεόντως.
Η διαστρέβλωση της αλήθειας ξεκινά να γίνεται πραγματικά επιζήμια όταν μπλοκάρει δυο βασικές δεξιότητες: Την κατανόηση του γενικού πλαισίου στο οποίο βρισκόμαστε και την πρόβλεψη. Η μία σχετίζεται με το παρόν κι η άλλη με το μέλλον. Η έλλειψη της κατανόησης φέρνει παρερμηνείες κι εκνευρισμό κι η έλλειψη επιτυχούς πρόβλεψης, άγχος. Προτιμάμε ωστόσο να ζούμε με άγχος κι εκνευρισμό απ’ το να θυσιάσουμε την τυφλή υποταγή στις πεποιθήσεις μας ή έστω να αναρωτηθούμε για αυτές.
Κι αν στο συλλογικό πλαίσιο μας έχουμε πείσει ότι οι επιπτώσεις είναι σχετικά ανεκτές, δε συμβαίνει καθόλου το ίδιο με το βαθιά προσωπικό. Η ατομική αλήθεια μας -αν υποθέσουμε ότι υπάρχει όντως μι’ αλήθεια που αφορά μόνο έναν-, αυτή για την οποία είμαστε ικανοί να βγούμε με πλακάτ στους δρόμους, δεν είναι παρά ένα άθροισμα των πεποιθήσεων – πεποιθήσεις τις οποίες αργότερα θα προβάλλουμε και στους άλλους, προσπαθώντας κάπως θολά κι ακαθόριστα αρχικά να ερμηνεύσουμε και μετά να προβλέψουμε τις συμπεριφορές τους.
Η σειρά έχει κάπως έτσι: Προβλέπουμε, προσαρμοζόμαστε, επιβεβαιώνουμε. Αν έχουμε μεγαλώσει σ’ ένα ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον όπου οι γονείς στην αγωνία τους να διατηρήσουν την οικογένεια σφιχτή και τα μέλη της εξαρτημένα, κατέφευγαν στο να θεωρούν τους τρίτους εξ’ αρχής αντιπάλους ή κι εχθρούς, έχουμε προγραμματιστεί να υιοθετούμε το ρόλο του μελλοντικού θύματος. Κι επειδή η λέξη “θύμα” είναι μια λέξη που ηχεί αντιπαθητικά θα την αντικαταστήσουμε με τη λέξη “προνοητικός” που προσδίδει πόντους υπευθυνότητας. Κρυμμένοι λοιπόν πίσω απ’ τη λεζάντα του προνοητικού θα δράσουμε ως παθητικό-επιθετικοί για να προλάβουμε την επίθεση που προβλέπουμε ότι θα κάνει ο Χ άλλος. Ο Χ άλλος όμως, αφενός υπάρχουν εξαιρετικά πολλές πιθανότητες να ‘χει μεγαλώσει σ’ ένα εξίσου νοσηρό περιβάλλον κι αφετέρου ακόμη κι αν δε φέρει μια τέτοια πρόθεση, σαν απάντηση στη δική μας αρχική παθητική επιθετικότητα, θ’ απαντήσει επίσης με επιθετικότητα. Εμείς τότε θα επιβεβαιώσουμε τις αρχικές μας πεποιθήσεις αγνοώντας ότι γινόμαστε όντως θύματα της πιο διαδεδομένης προφητείας, της αυτοεκπλήρωσης.
Νομίζω ότι υπάρχουν κάποια δευτερόλεπτα διαύγειας. Δε γνωρίζω πώς και γιατί συμβαίνει, διαισθάνομαι όμως εντόνως ότι πράγματι κάποιες φορές κι ας κρατούν αυτές ελάχιστα, αποκτούμε ένα χάρισμα διορατικότητας που επειδή όμως θυμίζει φαινόμενα αποπροσωποποίησης μας τρομάζει και κατεβάζουμε γρήγορα το διακόπτη. Είναι λες κι η αλήθεια στέκεται απέναντί σου και σου λέει “Φίλε δεν είμαι αυτή που νομίζεις, είμαι αυτή που δημιουργείς – κι αν θες μπορείς τώρα επιτόπου να δημιουργήσεις μια νέα” αλλά μοιάζουμε να στεκόμαστε μπροστά απ’ τις δημιουργίες και τις απορίες σαν τσιμπημένοι μόλις από τριπλή αναισθητική δόση.
Υπάρχουν όμως και μέρες που ζούμε διαφορετικές πραγματικότητες. Μέρες απογείωσης και μέρες προσγείωσης. Όταν γυρνάς από ένα νεκροταφείο που μόλις είπες αντίο σε κάποιον που αγαπάς, όταν ακούς να σου ανακοινώνουν ότι σε δέχτηκαν στη δουλειά των ονείρων σου, όταν πληροφορείσαι μια εγκυμοσύνη. Δεν αλλάζει απλώς η διάθεση της στιγμής, δεν είμαστε απλώς συγκλονισμένοι απ’ το τραγικό ή το εντυπωσιακό νέο. Για όσο κρατά αυτό το μούδιασμα αλλάζει ολόκληρη η κοσμοθεωρία μας – μαζί της αλλάζει κι η αλήθεια. Αυτό σε μια πρώτη ανάγνωση ίσως μας θυμίζει τη γνωστή υπόσχεση των απανταχού γκουρού που μιλούν για τη δύναμη της θέλησης και λοιπές μελιτζάνες με σάλτσες. Μα αυτή η διαύγεια δεν έρχεται ούτε επειδή την προσκαλούμε, ούτε επειδή απαραίτητα την επιθυμούμε. Και κάπως έτσι, χωρίς καν να μας πάρει την άδεια, έρχεται, μας κάνει παρέα για λίγο, με σκοπό ίσως να μας υπενθυμίσει να μην έχουμε παρωπίδες κι ας ξέρει κι η νέα αλήθεια* κι ας ξέρουμε κι εμείς μαζί της, ότι σύντομα θα επιστρέψουμε στις πεποιθήσεις και στα γνωστά μας, εκείνα που υπόσχονται φροντίδα, προδέρμ και χειροκρότημα.
Ένα αυτοκίνητο που τρέχει απόγευμα σε μια επαρχιακή οδό, αρχές καλοκαιριού κι ακόμη δεν τρώγονται τα σύκα. Και το κοιτάς απ’ έξω, στέκεσαι στα 20 μέτρα και να υποθέτεις ποιοι είναι και πού πάνε. Άραγε να γελούν, να συζητούν, να ‘ναι ωραία εκεί που πάνε;
Κι άλλοτε στο 1/4 του δευτερολέπτου να ‘σαι μέσα, οδηγός, συνοδηγός, παιδί στο πίσω κάθισμα φοράει ακουστικά και μουρμουράει μια μελωδία. Ίσως είσαι σκύλος ξαπλωμένος στο μπαρμπρίζ, σπουργίτι καθισμένο στα καλώδια της ΔΕΗ, υπάλληλος στα διόδια. Κάπου μέσα σου θες να νιώσεις σκύλος, σπουργίτι, οδηγός, παιδί, συνοδηγός, θεατής, να ανοίξεις τις μπάρες. Σ’ εμποδίζει μόνο μια αλήθεια βολική. Μια πεποίθηση που τυφλώνει.