Απόψε θα ντυθεί μόνο για εκείνον. Θα του πετάξει στο τραπεζάκι δυο φορέματα, τρία καπέλα, κανά δυο μενταγιόν, κάλτσες ως το γόνατο, ό,τι μπορει να βρει μες στα σκοτάδια στο βάθος της ντουλάπας και θα τον βάλει να διαλέξει. Θα γλιστρήσει στη διαδρομή ως τον καναπέ, θα ‘κανει μια υπόκλιση άνευ προφανούς αιτίας, θα ‘σκυψει στο αυτί και θα του ψιθυρίσει κάτι που θα του προσφέρει ακριβώς όση εξουσία εκείνη τη στιγμή χρειάζεται για να νιώσει κυρίαρχος. Θα γίνει άρχοντας στα τσαλίμια της, αλλά θα’ ναι εξίσου ευφυής ώστε να συνηγορήσει στο παιχνίδι. Γιατί η ατμόσφαιρα για να πετύχει, απαιτεί ισοδύναμους παίκτες.

Ατμόσφαιρα. Υποτιμημένη και δυσεύρετη. Δεν αρκεί ένας Σπανουδάκης στο παρασκήνιο για να στη δημιουργήσει και δεν την ξεπετάς με τρία κεριά στο πάτωμα. Δεν είναι οι λέξεις που θα πεις, δεν είναι το πού και το αν θα κοιτάξεις, δεν είναι καν τα χάδια και τ’ αρώματα. Είναι το πότε και το πώς όλων αυτών και κυρίως το πόσο.

Θα σηκωθεί να φέρει το κρασί απ’ το ψυγείο και θα τον ρωτήσει τελικά πού πάνε. Εκείνος στη θέση του με τις παλάμες στο πηδάλιο, την αφήνει δήθεν ν’ αποφασίσει ενώ είναι έτοιμος για τροχοδρόμηση. Όπου θες εσύ, της λέει. Γελάνε κι οι δύο με τη συνομωσία και την προσποιούμενη άγνοια. Και χωρίς να το πολυλογίσουν θα βρεθούν κυνηγημένοι στο Σαν Ντιέγκο ν’ απειλούνται μ’ απέλαση κι επιστροφή στην Τιχουάνα. Το περιπολικό τους πλησιάζει την ώρα που μια μοναχή τους κάνει νόημα να στρίψουν στο στενό και τους δείχνει το κτίριο στο βάθος, στο αδιέξοδο. Μια τεράστια ξύλινη πόρτα του 19ου αιώνα στέκεται μπροστά τους κλειδωμένη. Δεν έχουν χρόνο για να σκαρφαλώσουν, να ‘ταν άραγε κι η γριά με τους άλλους;

– Στο είπα ότι δεν έπρεπε να την πιστέψουμε!

– Εγώ είχα προτείνει Κούσκο, εσύ ήθελες δράση, πάρ’ την τώρα!

– Άσε τις κουβέντες και βρες τις καραμέλες!

– Πού είναι ο χάρτης;

– Στο σιφόνι του νιπτήρα!

Ημίφως κι ακαταστασία. Κατευθύνεται προς την κουζίνα, κάθεται ημίγυμνη στον πάγκο και ξεφλουδίζει ένα πορτοκάλι. Τον βλέπει να βγάζει το κινητό απ’ την τσέπη για να φωτίσει.

– Απαπαπαπα, αστο κάτω! Απαγορεύεται! Έχεις επτά λεπτά.

Σηκώνει μαξιλάρια, σέρνει έπιπλα, τινάζει τα μπατζάκια του, ξεφυσάει, τσεκάρει την ώρα.

– Σε πειράζει πολύ, όσο εσύ προσπαθείς να μας σώσεις, να σου δαγκώνω λίγο το σβερκούλι που το κοιτάω κι είναι σαν να μου μιλάει;

Οι καραμέλες είναι έντεκα και η καθεμία με διαφορετική γεύση. Για να γίνουν αόρατοι και να γλυτώσουν απ’ τα χέρια της αστυνομίας και την αναγκαστική επιστροφή στο λιμάνι του San Ysidro θα πρέπει αφού τις βρει, να τις φάνε όλες και να μαντέψουν τη σωστή γεύση πριν ο χρόνος λήξει. Τότε και μόνο έτσι θα μπορούν να διαπεράσουν την τεράστια ξύλινη πόρτα και να φτάσουν στο εδώ ή τ’ οπουδήποτε.

Εξώ η πόλη θα ξυπνάει και θα κατεβάσουν τα στόρια. Εξαντλημένοι απ’ την καταδίωξη και πασαλειμένοι με ζάχαρη βρέχουν ήδη τα πέλματά τους στη λίμνη Humantay. Αυτός εκπνέει τον καπνό του τσιγάρου απ’ τη μύτη, με αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία. Μόλις έσωσε το κορίτσι. Κι εκείνη για να του το ανταποδώσει γράφει στο μπούτι της με μαρκαδόρο τ’ όνομά του και τον ρωτάει “Πώς γίνεται να ‘σαι τόσο υπέροχος;”.

-Μα, μικρή μου, ήταν το ελάχιστο που μπορούσα να κάνω.

-Κέρδισες ν’ αποφασίσεις εσύ αν θα βγάλω το κιλοτάκι ή όχι.

Ενόσω θα μπερδεύονται σώματα κι ανάσες, θα θυμούνται ιστορίες που έζησαν ή φαντάστηκαν και θα τις αφηγούνται, θα γελάνε ή θα συγκινούνται, ενδεχομένως και να ξεκαυλώνουν για λίγο. Θα διακόπτουν για τσιγάρο, για μαγείρεμα, για μουσική. Θα ξαναξεκινάνε. Χωρίς εγχειρίδια, ενοχές ή εντυπωσιασμούς, μόνο παρόρμηση κι απόλυτη εμπιστοσύνη στην ατμόσφαιρα.

Ξέπνοοι στο πάτωμα και της πιάνει το χέρι. Φέρνει τα δάκτυλά της στα χείλη του, τα φιλάει ελαφρά και τ’ ακουμπάει στο σβέρκο του. Κίνηση ρουά ματ, είναι όντως έξυπνος. Εκτεθειμένο εκεί το χέρι, μουδιασμένο, σαν να περιμένει οδηγίες για να κατευθυνθεί. Χέρι παιδικό, αμήχανο, δεν είναι πια η Σιμόν η εντολοδότρια. “Τραγούδα μου”, της λέει.

“Τραγούδα μου” κι επιμένει.

“Never know how much I love you
Never know how much I care
When you put your arms around me
I get a fever that’s so hard to bear

You give me fever
when you kiss me
Fever when you hold me tight
Fever…

Oh what a lovely way to burn…”

Οι οδηγοί κορνάρουν, θα δυναμώσουν την ένταση στη μουσική, προλαβαίνουν άνετα μια ακόμη βόλτα. “Διάλεξε”, της ξαναλέει.

-Είσαι σίγουρος ότι θα το αφήσεις πάλι επάνω μου;

-Μα είμαι ατρόμητος!

-Πάμε στον πιο μεγάλο σου φόβο. Θέλω να σε ανακαλύψω. Μίλα μου!

Τώρα τα βλέμματα είναι στραμμένα στο ταβάνι κι οι αυχένες ξαπλώνουν στα μπράτσα. Δε γνωρίζονται οι άνθρωποι αν δεν ταξιδέψουν ο ένας στο παρελθόν του άλλου. Στ’ ανομολόγητά τους, στα συρτάρια τα κλειδαμπαρωμένα. Και δεν έχουν νόημα οι συναντήσεις χωρίς κουβέντες, οι διαδρομές χωρίς παρακάμψεις κι οι νύχτες χωρίς ατμόσφαιρα.

-Πες μου, τι να φορέσω τελικά;

-Τον εαυτό που σου μοιάζει περισσότερο.

-Πτήση 207, ελεύθεροι γι’ απογείωση!

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά