Μιλάμε εμείς για μοναξιά. Εμείς που ζούμε στην εποχή της ευκολίας. Που μια καλησπέρα είναι ένα παράθυρο στο chat παραδίπλα, χιλιοστά με το ποντίκι κι έφτασες. Εμείς που κάναμε το σεξ συνήθεια, πρωινή φραπεδιά. Εμείς που μας αρέσει να γκρινιάζουμε για όλους και για όλα. Που αγκομαχούμε να γίνουμε για λίγο το κέντρο του ενδιαφέροντος, να μας παρηγορήσουν, να κάνουμε και πάλι ανεπηρέαστοι το κομμάτι μας.
Μιλάμε εμείς για δυσκολία, για πόνο, για εγκατάλειψη. Εμείς που οι φίλοι μας στηρίζουν, οι γονείς μας ανέχονται, στα μπαρ θα μας την πέσουν και θα κεράσουν και σφηνάκι. Εμείς που σε λιμάνια κι αεροδρόμια, κάποιοι θα μας κουνήσουν το μαντήλι, κάποιοι θα μας υποδεχτούν. Εμείς που δε φύγαμε νύχτα. Εμείς που δε χρειάστηκε για μία επιλογή μας να θυσιάσουμε σόγια, φίλους κι αγαπημένους. Εμείς που όσο σκατά κι αν τα κάνουμε, όλο και κάποιοι θα μας συγχωρήσουν.
Για τη Μίνα, την Πάολα και τη Νανά, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά.
«Ποτέ κανείς δε θα ‘ρθει να με πιάσει από το χέρι, να περπατήσουμε μαζί έστω ένα τετράγωνο, να κάνουμε το γύρο της πλατείας. Ποτέ!», μου εξομολογείται η Μίνα Ορφανού ένα βράδυ στο σταθμό Λαρίσης και κλαίει η ψυχή μου.
Εκείνη ψύχραιμη, συνειδητοποιημένη, για δευτερόλεπτα μόνο βλέπω τη ματιά της να χάνεται στους συρμούς αλλά σύντομα το αεράκι τη συνεφέρει. Μια πρόταση που από τον τρόπο που την προφέρει καταλαβαίνεις πως την έχει κάνει πετσί της. Την έχει αποδεχτεί και πορεύεται παραπέρα, έστω και μόνη.
Η ελευθερία έχει πάντα τίμημα μεγάλο, ενίοτε δυσβάσταχτο. Αλλιώς όμως ίσως να μην ήταν και τέτοιας πρωτεύουσας σημασίας προνόμιο. Αυτό οι κούκλες στις «Κούκλες» το ξέρουν από πρώτο χέρι.
Έχουν κατακτήσει μετά κόπων και βασάνων τη δική τους, αλλά κάθε νύχτα, όταν οι προβολείς φωτίζουν τη σκηνή, στα μάτια των θαμώνων βλέπεις τη δίψα. Εκείνων που ατόλμησαν, εκείνων που με ευκολία θα ηθικολογήσουν, οι άμεμπτοι, οι καθωσπρέπει, οι πολλοί με τη διπλή ζωή. Θα κάτσουν στο μπαρ, θα λύσουν τη γραβάτα, θα κάνουν παιχνίδι με τη Λίζα, τη Μαρία, τη Γωγώ. Θα στείλουν μήνυμα στο σπίτι ότι πλάκωσε δουλειά και θα καθυστερήσουν.
Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια θα δεις και παρέες νέων ανθρώπων να διασκεδάζουν με το show, να έρχονται κοντά, να συνομιλούν, να απλώνουν χέρι σε μια ομάδα ανθρώπων που για χρόνια έζησε την απομόνωση των πρωινών. Γιατί τη νύχτα οι τρανς πάντα διέπρεπαν.
Το να είσαι τρανσέξουαλ στην Ελλάδα, ακόμη και σε αυτή του 15, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση από όποια πλευρά κι αν το δεις. Νομοθετική, κοινωνική, ψυχολογική.
Η πασίγνωστη Πάολα Ρεβενιώτη, πρωτεργάτρια της LGBT κοινότητας, που άφησε το στίγμα της με την αυτοέκδοση του περιοδικού Κράξιμο στα μέσα της δεκατίας του 80, ομολογεί ότι μέχρι και σήμερα αναγκάζεται να βγει στο πεζοδρόμιο για να ζήσει, μιας και η πολιτεία δεν της έχει αναγνωρίσει κανένα συνταξιοδοτικό δικαίωμα παρ’ ότι πρόσφατα πέρασε κι ένα έμφραγμα. Κι αν εξακολουθεί η περιρρέουσα αντίληψη στην Ελλάδα να περιορίζεται στο να συνδέει τις τρανς με την πορνεία, η ιστορία έχει αποδείξει πόσο λανθασμένη αυτή η αντίληψη είναι. Άνθρωποι πολυταξιδεμένοι οι περισσότεροι, αναγκαστικά ή μή, φυγάδες της ίδιας τους της ύπαρξης, αναπόφευκτα βρήκαν καταφύγιο στην τέχνη.
Φωτογράφοι, ζωγράφοι, συγγραφείς. Αφήνουν τα αποτυπώματα μιας ζωής διόλου αδιάφορης, μιας ζωής που τίποτα δεν τους χαρίστηκε.
Όσο κι αν το σκάνδαλο του ’90 με την πασίγνωστη Τζένη και τον εισαγγελέα, σόκαρε τις συντηρητικές μας συνειδήσεις, στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά άλλη μία περίπτωση απ’ τις αρκετές. Απ ‘τις αρκετές που απλώς δεν έτυχαν των φλας των φωτογράφων, που δε μελοποίησε ο Ρασούλης.
Ο έρωτας κι εκεί καλά κρατεί. Κρατεί, αναπτύσσεται, μοιράζεται στιγμές συγκίνησης και πάθους. Ιστορίες που δε διαφέρουν σε τίποτα από των υπολοίπων. Ζευγάρια που το σκάνε στο εξωτερικό, παντρεμένοι που διαλύουν γάμους για χάρη μιας παρόρμησης, υποσχέσεις συνοδεία αλκοόλης.
Είναι έρωτες κρυφοί όμως και δυστυχώς τις περισσότερες φορές με σύντομη ημερομηνία λήξης. Γεννιούνται και πεθαίνουν τη νύχτα, εκεί που οι πλατείες είναι άδειες και τα καφενεία έχουν μαζέψει τις καρέκλες. Εκεί που στα παγκάκια δε θα βρεθεί καμία γειτόνισσα και κανένας φούρναρης να κρίνει με ποιον περπατάς, τι φοράς, ποιος σκύβει και σε φιλάει. Εκεί που δε θα χρειαστεί να απολογηθείς για κάτι που δεν έφταιξες, για κάτι που δεν επέλεξες, για κάτι που η ζωή σου φύλαγε και τόλμησες να αλλάξεις.
Εκεί που μόλις ξημερώσει δε θα υπάρχει κάποιος να περπατήσετε χέρι-χέρι στον ήλιο.
Ακολουθεί η συνέντευξη που μου παραχώρησε το Γενάρη του 2011 η Μίνα Ορφανού για λογαριασμό του One Night Chat.