Τα πράγματα έγιναν ταχύτατα και το αίσθημα ήταν σφοδρό σε ηλικία άκρως επιρρεπή. Ούτε δεκαεπτά καλά καλά, τα οχταόροφα της Μεσογείων φάνταζαν στα μάτια ουρανοξύστες, η αερογέφυρα της Κατεχάκη τουλάχιστον Μπρούκλιν κι η αίσθηση ελευθερίας όταν γέμιζαν τα πνευμόνια καυσαέριο καταμεσήμερο στη Βασιλίσσης Όλγας, δεν μπορούσε να συγκριθεί με τίποτα άλλο ως τότε.
Οι αποφάσεις πάρθηκαν με συνοπτικές. Εγώ θα ζούσα στην Αθήνα κι εν αρχή αφορμή θα ήταν οι σπουδές.
Μια γκαρσονιέρα με το ζόρι είκοσι τετραγωνικών στο Παγκράτι έγινε το πρώτο μου καταφύγιο σε μια πόλη που από πέρα ως πέρα μύριζε λαχτάρα. Λαχτάρα για τον τόπο, την ενέργεια, τους ανθρώπους, το φευγιό. Κι αν με τα χρόνια τη συνήθισα, την απομυθοποίησα, τη μύρισα τόσες φορές ώστε τα ρουθούνια μου έπαψαν ν’ αναγνωρίζουν τις οσμές της, καμιά φορά αρκεί μια βόλτα, βόλτα νυχτερινή, για να ανάψει πάλι το πάθος στο λεπτό.
Να ξεκινήσουμε κατά τη μία, την ώρα που οι δρόμοι θα θυμίζουν κάτι από Αύγουστο, να κατεβάσουμε τα παράθυρα, ν’ ανάψουμε τσιγάρο, να δυναμώσουμε την ένταση στον Κραουνάκη. Να περάσουμε από περιφερειακό Γαλατσίου, να κάνουμε στάση για κουβέντα και φιλί, να χαζέψουμε τη θέα, να μαντεύουμε τις ιστορίες πίσω απ’ τις κλειστές κουρτίνες και τα χαμηλωμένα φώτα.
Να στρίψουμε Κηφισίας, να μπούμε Αλεξάνδρας, να κατέβουμε την Ιπποκράτους και τα φανάρια ν’ αναβοσβήνουν μόνο για εμάς. Να σταματήσουμε για μπίρα στα Εξάρχεια στο παρκάκι της Τρικούπη. Να συστηθούμε με αγνώστους, να μιλήσουμε για τη μεγάλη ιδέα γιατί όλοι οι Αθηναίοι που ξαγρυπνούν και σέβονται τον εαυτό τους για μια μεγάλη ιδέα συζητάνε, να βρίσουμε το γαμωσύστημα, να ξαναμπούμε στο αμάξι και με Τσιτσάνη πια στα ηχεία να πιάσουμε την κατηφόρα.
Να σπινιάρουμε στη Συγγρού, να πεθυμήσουμε θάλασσα και να μας βγάλει ο δρόμος Πειραιά. Πύλη Ε1 αγέρωχα τα επιβατικά ετοιμάζονται το πρωί για Δωδεκάνησα. Η νύχτα να είναι στα μισά της κι η παραλιακή πιο όμορφη από ποτέ.
Δέκα λεπτά στο Φλοίσβο ίσα για να φανταστούμε ότι ένα ιστιοπλοϊκό ετοιμάζεται να μας ξεναγήσει στον Αργοσαρωνικό και ξανά πίσω να προλάβουμε ν’ απολαύσουμε Γλυφάδα και Βουλιαγμένης την ώρα που τους πρέπει. Κι όπως θα πλησιάζουμε το Καλλιμάρμαρο για την επιστροφή, να μας έρθει όρεξη για κάτι από παλιά Αθήνα και τελικά να πάρουμε τη στροφή για αριστερά, προς Καλλιρόης.
Μπάτμαν, αγκαλιά και ρεμπέτικο, εκείνες τις ώρες που τα χέρια μιλάνε περισσότερο από τα στόματα. Γέλιο, κρασί κι αγάπη σε μια πόλη που θες δε θες θα ερωτευτείς και την ίδια αλλά κι εκείνον που αδειάζετε και γεμίζετε παρέα τα ποτήρια σας.
Νοσταλγία και πείνα κι η ώρα πέντε θα μας βρει ή στο Παγκράτι για πεϊνιρλί ή στη Μαβίλη για βρόμικο και καπάκια Αλεξάνδρας για κρέπα σοκολάτα. Τα εκτός λειτουργίας λεωφορεία θα περνάνε από δίπλα μας, όσο θα σβήνουν τα φώτα των δρόμων και στο ράδιο θα πέφτουν τα πρώτα σήματα ειδήσεων για «τα νέα της ημέρας» . Αν αυτοσυγκεντρωθείς ακούς τα ξυπνητήρια των ανθρώπων, μαζί με τα γέλια και τους αναστεναγμούς όσων δεν έχουν κοιμηθεί ακόμη.
Θα σε κοιτάξω δήθεν λάγνα, δεν τελειώσαμε και το ξέρεις. Περιφερειακός Λυκαβηττού γιατί αν το κάνεις, κάνε το σωστά άνθρωπε. Παραταγμένοι σε σειρά εμείς κι άλλοι είκοσι. Σιωπηλοί, γαλήνιοι, άγρυπνοι φύλακες σε μια πόλη που όντως δεν κοιμάται ποτέ κι ας της έκλεψαν άλλες τη δόξα.
Δεμένοι σε μια Ελλάδα, σε μια Αθήνα, που όσο κι αν κουράζεται, όσο κι αν αδικείται, όσο κι αν ώρες ώρες ξεχνάει και ξεχνιέται, παραμένει απόλυτα πλανεύτρα. Τόσο απόλυτα που αρκεί μια βόλτα με το αμάξι για να την ξαναπατήσεις μαζί της.