Περνάω νύχτες με τις Μαλβίνες τελευταία. Εκείνη και την άλλη και τις πολλές ακόμη. Μοιάζει σχεδόν ρομαντικά θρασύ στην εποχή που πρωτοέκανε σύνθημα το “Βρες τον εαυτό σου κι αγάπησέ τον!” όταν έγραφε “Υπάρχει λοιπόν ομορφιά μου, κάτι πολύ πιο επιδέξιο κι ειλικρινές, απ’ το να είσαι ο εαυτός σου: Να είσαι ο ρόλος σου. Τελικά, μάλλον ψέματα λέω όταν κλαίγομαι πως τάχα θέλω να μάθω ποια είμαι στην πραγματικότητα. Στα τσακίδια το εδιζησάμην εμεωυτόν. Αφού το βλέπω τόσα χρόνια στην πράξη: Χωρίς τον εαυτό μου, υπάρχω. Χωρίς το ρόλο μου, δεν είμαι τίποτα. Μόνο αυτός με εξάπτει, με πληροί, με αποκαθιστά.”
Σαν να ‘χε προβλέψει τις φωνές που θα την κατηγορούσαν για ανακολουθία λόγων και πράξεων χρόνια μετά και να ‘θελε προκαταβολικά να τις βουλώσει. Ήταν άλλη λέει στα κείμενα του symbol, άλλη στην τιβί κι άλλη στις ερωτικές επιστολές προς τον Χαριτόπουλο. Τόλμησαν λέει κάποιοι ν’ απογοητευτούν απ’ την τόση δοτικότητά της, από τούτο το υπερβάλον “Μα να του γράφει κάθε μέρα κι ένα γράμμα; Νισάφι!”, απ’ την τρομακτική διαπίστωση ότι καμιά ανακολουθία δεν υπήρξε τελικά πουθενά. Τόλμησε να ζήσει ό,τι έγραφε. Ο ευσεβής πόθος κάθε συγγραφέα: Να μπορέσει όντως να υποστηρίξει το σενάριο.
Με γρατζουνάει κάτι συχνά στον λάρυγγα· λίγο πιο νωρίς εγώ, λίγο πιο αργά εκείνη, κάπως να τύγχανε και να συγχρονιζόμασταν στους Χάρτες στα Εξάρχεια. Θα ‘χα σίγουρα υποχρεωθεί σε κάποιον κοινό γνωστό, θα ‘χα ίσως στήσει καραούλι έξω από ένα στούντιο, θα της είχα στείλει ίσως μήνυμα στο messenger κάτι οικείο και χαριτωμένο ταυτοχρόνως, κάτι σαν “είμαι κι εγώ μια κόρη ακαμάτρα” για να πίναμε μια μπίρα ακούγοντας Nick Cave. Δεν έκατσε όμως. Κι η γρατζουνιά επανέρχεται τακτικά, ιδίως όταν σκέφτομαι το Μάνο* που θα μπορούσε να το ‘χε κανονίσει, που θα ‘θελε, που την αγαπούσε… Τέλος πάντων. Μεγαλώσαμε για να χανόμαστε σε υποθέσεις, σκέφτομαι, και τη φαντάζομαι να γνέφει καταφατικά.
Είναι κοντά εξαετία που δεν ασχολήθηκα μαζί της εντατικά. Είναι τέτοια η διαρκής προβολή στα σόσιαλ όμως που όλο και σε κάποια απομονωμένη της φράση θα έπεφτα μία στο τόσο. Χωρίς αλληλουχία πριν και μετά. Απομόνωσις, συμπέρασμα υποκειμενικό, αρκεί να κάνει σουξέ η φάση. Υποψιάζομαι με διόλου ισχνή σιγουριά πως παρ’ όλη την αποδοχή που αναζητούσε αυτή η μαρκίζα της viral Μαλβίνας θα της έφερνε εντερικές ενοχλήσεις. Κι έπειτα με πιάνω να γελάω μόνη στο σαλόνι. Αυτό το γέλιο του τρελού που αν δούμε το διπλανό μας στο λεωφορείο να το κάνει, σηκωνόμαστε ν’ αλλάξουμε θέση.
Στο σπίτι στη Νάπολη, ο καναπές είναι στ’ αριστερά του γραφείου. Στην αρχή ήταν εντελώς πίσω απ’ την πλάτη μου, τον μετακίνησα όμως για να μπορώ έστω στο ένα προφίλ να δείχνω ευγενική όταν έρθει κανένας άνθρωπος στο σπίτι κι εγώ στο λάπτοπ παίζω την Dj.
Εδώ και μια βδομάδα την έχω σταθερή φιλοξενούμενη. Παραδόξως δεν ενοχλείται καθόλου να τής απευθύνομαι με το αριστερό προφίλ και δείχνει κι εκείνη άνετα με το δεξί. Ξεκινάμε τη μέρα με τα επίκαιρα, πόλεμοι, πανδημία, ο Κούλης δε λέει να σταματήσει να βγάζει διαγγέλματα. Με γρήγορο πέρασμα από Γαρμπή που αγαπάμε για ποίκιλους λόγους, περνάμε σε Rare Bird μουρμουρίζω κάτι σαν πόσο ανατριχιαστικά επίκαιρο είναι το “Sympathy”, με διορθώνει λέγοντάς μου ότι πάντα θα ‘ναι και τη ρωτάω αν εξακολουθεί να ‘χει κομμένη τη ζάχαρη στον καφέ.
Εγγύτητα παράξενη, νιώθουμε άνετα στην αφωνία, μας διακόπτει το τηλέφωνο. Παίζει ανοιχτή ακρόαση, ασφαλώς και δε θα υποκύψουμε στην ευτέλεια του κουτσομπολιού αν όμως δεν έχεις handsfree η ανοιχτή ακρόαση είναι η δεύτερη καλύτερη επιλογή για την ακτινοβολία, λένε. Κλείνει το τηλέφωνο και μού απευθύνεται, “Κατερινιώ θα ‘πρεπε το κράτος απ’ τα 18 και μετά να επιδοτεί σ’ όλους από μια γκαρσονιέρα να χάσουν και να βρουν τον εαυτό τους”, δεν υπάρχει κάτι ν’ αντιπαραβάλω, ήμουν ακουστική μαρτυς, συνεννοηθήκαμε.
Συμβαίνει μεταξύ μας αυτό που γίνεται συχνά και στα ζευγάρια: Σηκώνεται η μία να πιει νερό, ακολουθεί κι η άλλη. Πάω ν’ απλώσω το πλυντήριο με γυροφέρνει στο πάνω μπαλκόνι, καπνίζουμε κι αναρωτιόμαστε αν πρόκειται να τηρηθεί κάποια δίαιτα απόψε. Θέλει να μαγειρέψει, διστάζω να πω ναι όσο κι αν το θέλω γιατί ξέρω ότι θα πρέπει να επωμιστώ ό,τι μισώ περισσότερο σ’ αυτό τον κόσμο: Το πλύσιμο των πιάτων.
Έξω σούρουπο και μέσα να έχει φλυαρία. Μαγείρεψε και μηχανεύομαι στοιχήματα για να γλυτώσω το πλύσιμο. Κάπου θυμήθηκε τη μάνα της κι εκείνη “τη σφραγίδα απ’ την οποία καμία δε γλιτώνει”. Σκέφτομαι τη δικιά μου μάνα. Τις επιθυμίες της που δεν εκπλήρωσα. Τις επιθυμίες μου που υποτίμησε. Τις επιθυμίες της που έκανα δικά μου. Τις επιθυμίες μου που πήρε καιρό να πάψω να προσπαθώ να κάνω και δικές της. Ρίγος. Κοντινές οι ημερομηνίες, γεννήθηκε δυο χρόνια πριν τη μάνα μου.
Έρωτας: ιδιοκτησία και πανεπιστήμιο. Ακούμε Κραουνάκη. Καθόλου τυχαίο το πού στριφογυρίζουν οι συζητήσεις καθώς νυχτώνει. Αδιευκρίνιστο ποσοστό αλκοόλης ρέει στο αίμα. Τόσο όσο ν’ αμβλυνθούν γλώσσες κι άμυνες, ικανό να επιφέρει μερικά κενά στην αυριανή μνήμη μα στιβαρές πληρότητες στη στιγμή. Γυρίζω τις σελίδες, υπογραμμίζω, συγκινούμαι, θυμάμαι ή θυμώνω μα κυρίως αρνούμαι να εγκαταλείψω τη φαντασίωση των παράλληλων βίων κι ας έχω υποψιαστεί εδώ και καιρό τα τρικ των συγγραφέων για να γεννούν την ταύτιση. Κι ας έχω δοκιμάσει τα ίδια ακριβώς κόλπα.
Της στρώνω στον καναπέ γιατί δεν αντέχει τη ζέστη στο υπνοδωμάτιο. Κάνω ν’ ανέβω τη σκάλα και την ακούω να μου θυμίζει να πάρω ένα ποτήρι νερό δίπλα στο κρεβάτι. Και μέσα σ’ αυτή τη φράση συνόψισα τα πάντα.
*Μάνος Αντώναρος (1956-2018) – Δημοσιογράφος, Φωτογράφος, Σκιτσογράφος, Φίλος