Φρέσκες ταλιατέλες
Κρέμα γάλακτος
Μπέικον
Μανιτάρια
Λευκό κρασί
Σοκολάτες
Ποπ κορν
Προπαραμονή Πρωτοχρονιάς, το ζεύγος μας θα καθίσει στον καναπέ να απολαύσει Love Actually.
Χέρι-χέρι στο σούπερ μάρκετ, χαριεντίσματα στο ταμείο, ανασηκώνεται το φρύδι της υπαλλήλου «καρτούλα ΑΒ έχετε;». Το χαβά τους εκείνοι.
Το σπίτι στα κόκκινα και τ’ασημί. Τα κεριά φωτίζουν τις γωνίες, τα τηλέφωνα κατεβασμένα, χέρια μπλεγμένα. Ειδυλλιακά θα έλεγε κανείς. Αμ δε.
Είναι μέχρι να θυμηθεί εκείνη, ότι ο «αλήτης» χαμογέλασε ευγενικά προχτές την ταμία ενός άλλου σούπερ μάρκετ. Είναι μέχρι να θυμηθεί εκείνος ότι του δίνουν στα νεύρα οι εμμονές της.
Τα χέρια θα ξεμπλεχτούν με ταχύτητα φωτός, τα πόδια θα κατεβούν από το τραπεζάκι, τα χείλη θα σφιχτούν, οι εκπνοές θα βαρύνουν. Η ταινία στην παύση, τα τσιγάρα στην καύση.
Πέντε λεπτά μετά οι γείτονες του άνω διαμερίσματος θα χτυπήσουν με το σκουπόξυλο τα πατώματά τους. Η ώρα εντεκάμιση, οι ταλιατέλες αφάγωτες.
«Φεύγω, μου γάμησες άλλο ένα βράδυ!», κοπανάει την πόρτα φουρκισμένος.
«Στα τσακίδια!» θα του πει και θα ποτίσει τη φλοκάτη. Δέκα λεπτά αργότερα, αγκαλιά με τις ταλιατέλες, θα ξεκινήσει τις εξερχόμενες.
Ο αλήτης στο πάρκο δίπλα απ’το σπίτι τους, κόβει μεταμεσονύχτιες βόλτες, από κούνια σε τραμπάλα. Είναι Δεκέμβρης και το κρύο, τσουχτερό.
Το τηλέφωνο στη σίγαση. Βαρύς κι ασήκωτος ο ήρωας μας, όταν θυμώνει έχει κάτι από Γεωργίτση.
Η δικιά μας, ωσάν άλλη Λάσκαρη, θα αρωματιστεί και θα φορέσει κάτι αέρινο. Μη γυρίσει και τη βρει με τις φόρμες κι ας την είχε αφήσει έτσι. Γιατί θα γυρίσει, πάντα γυρνάει.
Εκείνη τον θέλει σαν τρελή. Εκείνος τη λατρεύει.
Τουλάχιστον όμως δυο φορές το μήνα, συνήθως μεταμεσονύχτιες, θα την πληρώσουν τα πάρκα, οι φλοκάτες και οι ταλιατέλες.
Στην επιστροφή τα χέρια θα μπλεχτούν πιο σφιχτά, τα ποπ κορν θα αρπάζονται από στόμα σε στόμα, «σ’αγαπώ» και συγγνώμες θα γεμίσουν το σαλόνι.
«Μα ρε μωρό μου, δεν είναι τόσο δύσκολο. Προσπάθησε να μπεις έστω μια φορά στα παπούτσια μου και δε θα ‘χεις καμία απορία!»
«Μα μπαίνω αγαπούλα μου, δε μπαίνω; Εσύ είσαι που πάντα αρνείσαι να με καταλάβεις!»
Αρκεί μόνο μια ακόμη σπίθα για να γίνει ξανά έκρηξη. Πρέπει πάση θυσία να τη γλυτώσουν.
Το ξέρει αυτό η Λάσκαρη, γι’αυτό και θα αφήσει τυχαία την τιράντα απ’την αέρινη αμφίεση, να πέσει στον ώμο. Θα χαμογελάσει μέσα απ’τα δόντια ο Γεωργίτσης και θα ξεχάσουν όσα προηγήθηκαν.
Την επόμενη μέρα τίποτα δε θα θυμίζει το βομβαρδισμένο τοπίο της χτεσινής νύχτας.
Θα ξυπνήσουν με αγκαλιές και χάδια, θα ανταλλάσσουν γλυκόλογα ολημερίς, θα αγγίζονται με κάθε πρώτη ευκαιρία και θα ‘ναι και αλήθεια. Δεν είναι η αμηχανία των στιγμών, η ανάγκη να κουκουλωθούν οι καταστάσεις, το νερό στο κρασί τους.
Είναι ότι οι άνθρωποι καθώς αγαπιούνται, ξεμωραίνονται. Ειδικά όταν η αγάπη συνοδεύεται από ασφάλεια. Διότι μη γελιόμαστε, όταν φτάνουμε τις καταστάσεις στα άκρα, σημαίνει ότι ξέρουμε ότι τα άκρα είναι ευλύγιστα. Νιώθεις οτι το σχοινί δε θα σπάσει. Ίσως μάλιστα είναι κι ένας τρόπος να ελέγξεις τη δυναμική του. Παντελώς ανόητος και καταστροφικός, ένας τρόπος όμως.
Σκέφτεσαι ότι αν ο άλλος σε ανεχτεί στη χειρότερη δυνατή εκδοχή σου, αν σ’αγκαλιάσει, σε συγχωρέσει, σε αγαπήσει, τότε αξίζει και την τελειότερή σου. Το ‘χει πει η Μέριλυν πριν από μένα, που σίγουρα κάτι παραπάνω σκάμπαζε.
Το ζεύγος μας δυο-τρεις μέρες μετά θα διακωμωδεί τις σκηνές του, θα γελάει με τα χάλια του, θα προσπαθεί να μπερδέψει τους γείτονες με τα ξεκαρδίσματά του.
Θα πάει σούπερ μάρκετ για ταλιατέλες και παρμεζάνα, θα χαριεντίζεται στο ταμείο, η υπάλληλος θα τους ρωτάει αν έχουν καρτούλα ΑΒ κι εκείνος θα αφήσει τη Λάσκαρη να απαντήσει.
Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού.