Ο νοικοκυραίος είναι άνθρωπος τρομαγμένος. Αυτός ο τρόμος είναι η μεγαλύτερη πηγή του πόνου του κι ο κύριος λόγος που βασανίζονται κι οι υπόλοιποι δίπλα του.
Όντας εντελώς αποκομμένος απ’ τον εσωτερικό του κόσμο και παραγεμισμένος από απωθημένες ανάγκες, σκέψεις κι επιθυμίες καταλήγει μισάνθρωπος πρώτα και κύρια απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, γι’ αυτό και δεν έχει την παραμικρή επίγνωση ή ενοχή όταν αποδέκτες του μισανθρωπισμού του αρχίζουν να ‘ναι κι οι άλλοι. Ωστόσο αυτή η έλλειψη ενοχής -κι αυτοκριτικής- δεν προέρχεται πάντα από αυτό που καπώς βιαστικά κι αυθαίρετα αποκαλούμε συχνά σκατοψυχιά, αλλά από άγνοια· όπως και τα περισσότερα προβλήματά του. Αν τον ρωτήσεις θα ορκίζεται στο μεγαλείο της ψυχής του· κι ο όρκος δε θα ‘ναι για τα μάτια.
Ο νοικοκυραίος δε διαβάζει, δεν ταξιδέυει, δεν καλλιεργεί νου και πνεύμα – και συνήθως γιατί τρέμει τις ανακαλύψεις. Παραμένει ωστόσο εντυπωσιακό πως παρά τις συχνά περιορισμένες γνώσεις του έχει άποψη επί παντός επιστητού. Σπανίως θ’ ακούσεις απ’ το στόμα του τη φράση “δεν ξέρω” μιας και μια τέτοια παραδοχή θα μπορούσε να διαταράξει συθέμελα την ήδη αβέβαιη αυτοπεπόιθησή του, χώρια που θα τον ανάγκαζε να ψάξει, να μελετήσει, να εξετάσει πιθανότητες κι εναλλακτικές. Ο πιστός νοικοκυραίος όμως, ούτε σκέφτεται, ούτε ερευνά· απλώς δρα· και συνήθως γρήγορα και σπασμωδικά χωρίς ιδιαίτερη περισυλλογή. Ο φόβος σε συνδυασμό με την άγνοια και τα μειωμένα ερεθίσματα που επεξεργάζεται απ’ τον έξω κόσμο εξαιτίας της προσκόλλησης στο μικρόκοσμό του, αποτελούν την πιο σίγουρη οδό που τον οδηγεί απ’ τα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής του σε φαινόμενα αυτοεξαπάτησης και διαστρέβλωσης της αλήθειας – και λέω “ενήλικης ζωής” γιατί τα παιδιά όσο δεν έχουν προλάβει ακόμα να γίνουν πλαστελίνη σε χέρια άλλων έχουν εξαιρετικό χάρισμα διάκρισης της πραγματικότητας και εξωφρενικά ανεπτυγμένο αίσθημα δικαίου.
Είναι αδιαπραγμάυτευτο το ότι δεν κλοτσάμε μέχρι θανάτου άνθρωπο που παραπαίει και με το ζόρι μπορεί να συγκρατήσει το βάρος του σώματός του ό,τι κι αν αποπειράθηκε να κάνει αυτός ο άνθρωπος. Κάποιον που είναι ξεκάθαρο ότι όχι μόνο δεν είναι σε θέση ν’ απειλήσει αλλά νιώθει κι ο ίδιος ν’ απειλείται, γεγονός που μαρτυρούν εντονότατα οι κινήσεις πανικού του. Τι είναι όμως αυτό που κάνει χιλιάδες συνανθρώπους μας να έχουν αντίθετη άποψη; Πώς είναι δυνατόν ξαφνικά το αυτονόητο ν’ αποτελεί αφορμή για διχασμό;
Όταν μας αφηγούνται ή γινόμαστε μάρτυρες μια ιστορίας γεννάται αυτόματα η ανάγκη να ταυτιστούμε με κάποιον απ’ τους πρωταγωνιστές της. Ωστόσο αυτή η τοποθέτηση στα παπούτσια της μιας πλευράς στερεί apriori κάθε ευκαιρία αντικειμενικότητας. Ο νοικοκυραίος -κι όπως κάθε ανώριμος νους- βρίσκεται σ’ απόλυτη αποσύνδεση με τον πραγματικό του εαυτό. Άπαξ και δεν ταυτιστεί με μια θέση, μ’ έναν ρόλο, δεν μπορεί ούτε να κρίνει, ούτε να συναισθανθεί, ούτε να στοιχειοθετήσει άποψη. Έχοντας αρνηθεί ή μεταβιβάσει κάθε ενόρμηση που δε συνάδει με τα κριτήρια που έχει θέσει ως πρέποντα και λογίζοντας τον εαυτό για πανάγαθο και δυνατό, θα επιδείξει μία ευσπλαχνία προς τον αδύναμο ή τον παραβατικό στην περίπτωση που αυτός καταλήξει να ‘ναι το θύμα -συχνά καθοδηγούμενη από φόβο προς τα θεία και για διασφάλιση μιας θέσης στον παράδεισο- αλλά ουσιαστικά θα του ‘ναι αδύνατο να ταυτιστεί μαζί του. Μια τέτοια ταύτιση για εκείνον θα σήμαινε αποδοχή των δικών του απωθημένων επιθυμιών, των δικών του μοίχειων σκέψεων και των δικών του αδυναμιών: Κι αυτό δεν του το επιτρέπει επουδενί.
Ένας συνειδητοποιημένος άνθρωπος ωστόσο μπορεί να συναισθανθεί χωρίς απαραίτητα να ταυτιστεί καθ’ ολοκληρία και μπορεί να κρίνει αξιολογώντας μια κατάσταση απ’ την αντικειμενική θέση του παρατηρητή. Ο νοικοκυραίος όμως δεν μπορεί. Γι’ αυτό κι αποστρέφεται ό,τι δεν του φαντάζει οικείο ή ό,τι του θυμίζει κάτι που παλεύει να καταπιέσει. Έχει αποδειχτεί επιστημονικά ότι η ομοφοβία συνδέεται στενότατα με ομοφυλοφιλία σε άρνηση, αλλά αυτό δε θέλει και πολλή σκέψη. Δεν έχεις λόγο να μάχεσαι κάτι απ’ το οποίο δε νιώθεις ν’ απειλείσαι. Όπως αντίστοιχα ο σεξισμός χορεύει στο ίδιο τέμπο με το άγχος (ψυχολογικού) ευνουχισμού. Γενικώς ο νοικοκυραίος είναι λιπόψυχος και νιώθει συχνά ανήμπορος, κυρίως προς τον εαυτό του.
Επίσης έχει σοβαρότατο πρόβλημα με τη δυστυχία. Του χαλάει την αισθητική, του θυμίζει την επιμελώς κρυμμένη δική του γι’ αυτό κι οργίζεται μ’ όσους την αποδέχονται. Η δυστυχία του διπλανού στα μάτια του φαντάζει σαν επιλογή ή σαν αποτέλεσμα λάθος χειρισμών του και γι’ αυτό θα έπρεπε κάπως να την κουκουλώσει και να μην την περιφέρει· κάπως έτσι δικαιολογεί και κατά την αντιπαράθεσή με τη συνείδησή του την αδιαφορία που (γνωρίζει ότι) δείχνει στον πόνο των άλλων. Ωστόσο είναι συχνότατα ασύλληπτα αυστηρός κριτής και μ’ όσους απολαμβάνουν τη ζωή τους ή για την ακρίβεια μ’ όλους όσοι αποδέχονται τον εαυτό τους. Δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε εδώ ότι υποβόσκει ένας ωραίοτατος φθόνος προς την ελευθερία του άλλου. Στοιχηματίζω ότι όλοι έχουμε στο περιβάλλον μας κάποιον που θα συστήσει να μη σπαταλάμε σ’ ανοησίες τα λεφτά μας -κι ας μας κάνουν χαρούμενους αυτές οι ανοησίες-, να μη γελάμε δυνατά στο δρόμο γιατί θα κακοχαρακτηριστούμε, να επιλέξουμε την ασφάλεια ή τη ρουτίνα αντί για το συναίσθημα. Για τον νοικοκυραίο το ιδανικό θα ήταν να ζούμε σε συνθήκες εργαστηρίου. Μια ντεμί ντεμί ψευτοευτυχία. Ακριβώς όπως η δική του.
Ο νοικοκυραίος διακηρύττει κι επιβάλλεται, σκέφτεται και λειτουργεί με απολυτότητες, καταδικάζει και δρα τελεσιγραφικά, διότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να περιθάλψει το πληγωμένο βρέφος που κρύβει μέσα του κι αναζητά ακόμα εναγωνίως την αποδοχή. Επιβεβαιώνει το ηθικό του χαρακτήρα του και το ορθό των επιλογών του μέσω της νουθεσίας των τριγύρω και της υποτίμησης του κάθε διαφορετικόυ. Ο νοικοκυραίος είναι ένας μεγάλος δικαστής κι ένας μικρός δικτάτορας που υποφέρει ο ίδιος καθημερινά απ’ τη μάταιη ζωή στην οποία αυτοεπιβλήθηκε και για να μη νιώθει μοναξιά σ’ αυτή την ισόβια καταδίκη έχει κάνει σκοπό της ύπαρξής του να φέρει κι άλλους στο κελί. Αισθάνεται αδικημένος και καταλήγει εκδικητικός.
Θ΄αλλάξει κανάλι στην τιβί να μη δει το παιδί μια ερωτική σκηνή δημιουργώντας του αποστροφή προς το σώμα του κι ενοχή για -το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο- τη σεξουαλικότητά του, θα λιντσάρει το λαθρομετανάστατη γιατί θα τον κρίνει σαν εν δυνάμει επικίνδυνο, θα δικαιολογήσει τον δολοφόνο κοσμηματοπώλη που κατ’ αυτόν βρίσκοταν σε νόμιμη αυτοάμυνα κι ενόσω θα πιστεύει ακράδαντα ότι μ’ αυτές τις μεθόδους προφυλλάσει και προφυλλάσσεται θ’ αγνοεί πως δίνει φόρα γι’ άλλη μια περιστροφή στο φαύλο κύκλο του πόνου και του φόβου.
Ο νοικοκυραίος φοβάται πρώτα και κύρια τον άνθρωπο γιατί κρίνει εξ’ ιδίων τ’ αλλότρια και υποθέτει πως με την ίδια ευκολία που ο ίδιος κατόρθωσε να εξαπατήσει τον εαυτό του, θα τον εξαπατήσουν κι οι άλλοι. Είναι καχύποπτος, στριφνός, οικογενειάρχης. Η προσκόλληση που επιδεικνύει αποκλειστικά στην οικογένεια δεν είναι μόνο αποτέλεσμα αγάπης κι ας εμπίπτει στο ένδοξο τρίπτυχο. Κυρίως είναι κι αυτό απόρροια άγχους: Η οικογένεια δεν κρίνει ή κι αν κρίνει συνήθως δεν απορρίπτει. Η οικογένεια είναι “αναγκασμένη” να αποδέχεται. Τα εν οίκω μη εν δήμω και τα σχετικά. Εξού κι η εντυπωσιακή επιείκεια που επιδεικνύει σ’ εγκλήματα που διαπράττονται στο διπλανό διαμέρισμα. Πού ξέρεις ότι αν μιλήσεις για το δράμα της διπλανής πόρτας, δε θα βρεθείς αύριο μεθαύριο ν’ απολογείσαι για το δράμα που λαμβάνει χώρα και στο εδώ; Άσ, το καλύτερα, τουμπεκί. Ο καθένας είναι αυτοκράτορας στο σπιτικό του.
Ο νοικοκυραίος αισθάνεται τραγικά απομονωμένος σ’ όσες αγέλες κι αν περιλαμβάνεται, μ’ όσους κι αν ταυτιστεί, όσα like κι αν λάβουν τα μισαλλόδοξα σχόλιά του, γι’ αυτό και συχνά αναρωτιέμαι αν θα προσφέρει κάτι ουσιαστικό το να τους απομονώσουμε ακόμα περισσότερο, το ν’ απαντήσουμε στο ύφος τους και το να δώσουμε εμείς τη φόρα για μια ακόμα περιστροφή. Όντως, έχουμε όλοι τα προβλήματά μας, δεν είμαστε αναγκασμένοι να συναναστρεφόμαστε με ανθρώπους που δε συνάδουν τα γούστα κι οι αντιλήψεις μας κι ασφαλώς δε θα γίνουμε εμείς εκείνοι που θα σώσουν τον κόσμο απ’ τη δυσωδία που κουβαλά. Επειδή όμως οι νοικοκυραίοι είναι πολύ περισσότεροι απ’ όσοι νομίζουμε, βρίσκονται κυριολεκτικά δίπλα μας και με μια ουσιαστική ενδοσκόπηση ίσως βρούμε ψήγματά τους και μέσα μας, παραμένει εξίσου ανώφελο το να προσποιούμαστε ότι τα προβλήματά τους δε μας αφορούν κι ότι θα αλλάξουν όλα ως δια μαγείας αν απλά απαντήσουμε στο λιντσάρισμα με λιντσάρισμα και στην αποστροφή μ’ αποστροφή.
Καταβάθος κι ο νοικοκυραίος -κι ας το αγνοεί- θα ‘θελε να νιώσει ευτυχισμένος, θα ‘θελε να μπορούσε να συμφιλιωθεί μ’ ολες τις πλευρές του εαυτού του, θα ‘θελε να επέλεγε το συναίσθημα αντί για τη ρουτίνα, θα ‘θελε να μην τρέμει τους διαφορετικούς, θα ‘θελε να μπορεί να συμμετάσχει σ’ έναν ουσιαστικό διάλογο, θα ‘θελε να ζούσε τη ζωή που δεν του επέτρεψε να ζήσει, θα ‘θελε να νιώσει αυτή την πολυπόθητη αποδοχή που τόσο έχει στερηθεί. Κι αυτή η αποδοχή να μην αφορά στην εικόνα που έχει πείσει τον εαυτό του και παλεύει να πείσει και τους άλλους ότι όντως είναι. Θα ‘θελε αποδοχή για εκείνον τον μικρό, αδύναμο, άτσαλο, διστακτικό κι ενδεχομένως παραβατικό εαυτό καμιά φορά, που έχει καταχωνιάσει στο ασυνείδητό του.
Μόνο η επιείκεια θα μας σώσει. Η προς τα μέσα, η προς τα έξω, η επιείκεια που ξέρει και να συναισθάνεται.
υγ. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν κι οι φύσει σκατόψυχοι.