Πήξαμε στη μπουρδολογία.
«Έρωτας είναι ο δυνάστης και ο μαχητής.
Έρωτας είναι η ταλαιπώρια και τα βρεγμένα μαξιλάρια.
Έρωτας είναι το μεθύσι του Σαββάτου και ο πονοκέφαλος της Κυριακής.
Έρωτας είναι η αυτοταπείνωση, ενίοτε και το αυτομαστίγωμα.»
Στα τραγούδια, στα σενάρια, στις λογοτεχνίζουσες μανιέρες.
Ένας ήρωας κάπου υποφέρει, κάπου βλαστημάει, κάπου μπεκροπίνει και συνήθως καταλήγει χαράματα να βαράει κουδούνια, το κεφάλι του στον τοίχο ή πλήκτρα στο κινητό του.
Τον συμπαθούμε τον ήρωα, σκύβουμε και του χαϊδεύουμε τα μαλλιά, τον θεωρούμε δικό μας.
Του παρέχουμε εμείς το άλλοθι, για την τσίχλα που του ‘χει κολλήσει στον εγκέφαλο.
Δεν τον αφήνουμε να τη βγάλει.
Του την βαφτίζουμε «έρωτα», «αγάπη» ή «καψούρα», αναλόγως του τί βολεύει την προκειμένη χρονική στιγμή και κάνουμε τον καημό του, καημό μας.
Ξεχνάμε πως στην πραγματικότητα, τις περισσότερες φορές, μιλάμε απλώς για εμμονές.
Άρθρα επί αρθρών, στίχοι επί στίχων, σε μια κουραστική επανάληψη, ανακατεύουν όπως το πιτσιρίκι τον αρακά στο πιάτο του, περιγράφοντας στην ουσία κάθε φορά το ίδιο και απαράλλαχτο μοτίβο.
Ο έρωτας πονάει, ματώνει, σκίζει τα σωθικά.
Το τραγελαφικό είναι πως καθώς οι επίδοξοι συγγραφείς θεωρούμε, πως γράφουμε μια ωδή στον έρωτα, επί του πρακτέου, αναμασάμε ωσάν αγελάδες την ίδια μπουκιά απ΄τα μεσημεριανά μας βλήτα.
Δεν ξέρω αν η πηγή του προβλήματος είναι η αδυναμία να τον αισθανθούμε, έτσι όπως τον περιέγραφαν οι ρομαντικοί ποιητές ή αν απλά διστάζουμε να εκφράσουμε γραπτά κάτι χαρμόσυνο, φωτεινό, εκκωφαντικά λαμπερό, μην τυχόν και η πένα μας στερηθεί θαυμαστών.
Ακόμη, ειλικρινά, δεν έχω καταλήξει ποια εκ των δύο πιθανοτήτων είναι η χειρότερη.
Όπως και αν έχει, μ’έχει εξαντλήσει η ανάγκη για αυτολύπηση, η πεποίθηση πως η αξία συνοδεύεται απαραιτήτως από πόνο και οδυρμό, ο πεσιμισμός που φλερτάρει με την απελπισία.
Ο έρωτας είναι πανηγύρι.
Και όσοι τον βιώνουν, συνήθως είναι και εκείνοι για τα πανηγύρια.
Είναι η φωνή προνήπιου.
Είναι οι φίλοι που σε ψάχνουν και η Χαραλαμπίδου τους ενημερώνει πως η κλήση τους προωθείται.
Είναι τα πασαλειμμένα με σοκολάτα σεντόνια.
Είναι χορός. Ακόμη και αν πας με πόδι σιδερένιο, θα σε παρασύρει στον ρυθμό του και οι σβούρες στον αέρα, θα έχουν βάρος πεταλούδας.
Ο έρωτας είναι ξημερώματα, χωμένοι σε παπλώματα.
Είναι γέλια, είναι μεθύσια, είναι οι μικρές καθημερινές ανακαλύψεις που σε κάνουν ν’αναρωτιέσαι για την τυχαιότητα των πραγμάτων. Που σε κάνουν να πιστεύεις στο κάρμα.
Είναι το φιλί στο φανάρι, το χέρι δίπλα στο λεβιέ των ταχυτήτων.
Είναι οι λέξεις που διστάζουν να βγουν και συνήθως βολεύονται κάπου μεταξύ πρώτου και δεύτερου νυχτερινού ονείρου, για να ψελλιστούν αμήχανα.
Ο έρωτας είναι κώδικας.
Είναι οι φράσεις κλειδιά που δεν καταλαβαίνουν οι άλλοι. Είναι οι κρυφές συνωμοσίες.
Είναι τα μυστικά παιχνίδια. Είναι τα ταξίδια με τη φαντασία.
Είναι τα χέρια που θα ψάχνουν τον τρόπο να πιαστούν, καθώς κοιμούνται.
Είναι τα πρωινά χαμόγελα, όταν συνειδητοποιείς ότι το άλλο σώμα, βρίσκεται στα δεξιά σου.
Είναι οι εξαρτησιογόνες καλημέρες.
Είναι που δε θες να σηκωθείς με τίποτα απ’το κρεβάτι.
Αυτός ο έρωτας, που σε ανυψώνει και δε σε βυθίζει, που σε εκτινάσσει και δε σε προσγειώνει, που σε ξεκαρδίζει και ας σε έχει βουρκώσει ένα λεπτό πριν, αξίζει την ωδή του.
Αξίζει τα τραγούδια του, τα ποιήματά του, τα κουδούνια που θα βαράς νυχτιάτικο.
Αξίζει την γύμνια του,τις Κυριακάτικες μαρμελάδες του, τις καταγγελίες των γειτόνων.
Αξίζει να βγεις με πιτζάμα στην Πανεπιστημίου, να πεις δυο λόγια παραπάνω, να χτυπήσεις χέρι στο τραπέζι, να μην κομπιάζεις στη συγγνώμη.
Γιατί ξέρεις ότι είναι εκείνος που θα σε περιθάλψει, αν ματώσεις.