Υπάρχουν άπειροι αστικοί μύθοι. Ιστορίες που συζητάμε τα καλοκαίρια σε παραλίες και το χειμώνα σε τζάκια, απαραιτήτως βράδια, τότε που οι άμυνες ολισθαίνουν και παραπαίουν, τότε που η προθυμία μας να πιστέψουμε στο ανεξήγητο γιγαντώνεται, τότε που τ’ αυτιά μας είναι έτοιμα να υποδεχτούν χωρίς να περαστεί η πληροφορία απ’ τον εγκέφαλο, να φιλτραριστεί, να κριθεί, να απορριφθεί.
Αμάσητες τις καταπίνουμε και όταν μετά γυρνάμε στο κρεβάτι δεν μπορούμε να κλείσουμε μάτι ή από την υπερένταση, την τρομάρα, το δέος και την περισυλλογή.
Ο ποδηλάτης που εμφανίζεται πάντα σ’ εκείνη τη στροφή και τρομάζει τα διερχόμενα αμάξια. Κάθε γωνιά αυτού του τόπου έχει κι από έναν στοιχειωμένο δρόμο, από έναν περιπλανώμενο μεταμεσονύχτιο ποδηλάτη.
Ο άλλος που μας γεμίζει με εθνική περηφάνια κι έχει γαλουχήσει γενιές και γενιές Ελλήνων με την αντίληψη ότι μόλις για μια ψήφο η ελληνική δεν έγινε παγκόσμια γλώσσα.
Και βέβαια ποιος δεν έχει ακούσει όσο η ώρα προχωρά για αγάπες ανεκπλήρωτες. Για εκείνες τις ιστορίες που όλοι έχουμε ακούσει ή βιώσει και κουβέντα στην κουβέντα αποκτούν επίσης διάσταση μυθική. Τους κοτσάρεις κι έναν «έρωτα» παραδίπλα και ξεκινά η παραπληροφόρηση.
Θα τον παρηγορήσεις τον ταλαιπωρημένο, θα του δώσεις χώρο και χρόνο να εκφραστεί, θα σκύψεις και το κεφάλι, θα το κουνήσεις καταφατικά, θα τσουγκρίσεις το ποτήρι, θα πιεις κι εσύ στην υγειά των αχάριστων. Εκείνων που έφυγαν, που δεν εκτίμησαν, που δεν αξιολόγησαν την ευκαιρία, που άφησαν τον «έρωτα» να τους γλιστρήσει μέσα από τα χέρια, που σκόρπισαν πόνο και δυστυχία, που στάθηκαν μικροί. Μικροί, ανεπαρκείς, ανάξιοι.
Και θα ταυτιστείς με τον πόνο του άλλου. Γιατί ο πόνος του διπλανού θα σου θυμίσει και τα δικά σου ερωτηματικά. Τις απορρίψεις που έφαγες κατάμουτρα και αξιολόγησες ως ήθελες, ως σε συνέφερε. Όσο εσύ μετράς «ανεκπλήρωτους έρωτες» στο βιογραφικό σου, τόσο ο άμεσα ενδιαφερόμενος, σε θεωρεί μια γνωριμία.
Μια γνωριμία που δεν έτυχε να ευδοκιμήσει, ένα «χαίρω πολύ», από αυτά που ειπώνονται κάθε μέρα και ξεχνιούνται. Κι όσο εσύ ξημεροβραδιάζεσαι ψάχνοντας απαντήσεις στα πώς και τα γιατί, τόσο ο άλλος άνθρωπος νοσταλγεί τα δικά του ερωτηματικά, στα οποία κατά πάσα πιθανότητα δεν συμπεριλαμβάνεσαι. Μιας και όταν οι απορίες είναι κοινές, οι άνθρωποι αναλαμβάνουν δράση και δεν το αφήνουν σε κανένα κάρμα, σε καμία ανεξήγητη δύναμη που θα τους φέρει κοντά.
Όταν κόπτονται για τα ίδια, κάπως, κάπου, συναντιούνται για να πάρουν τις απαντήσεις τους. Τα βάζουν κάτω, τα συζητάνε, αφήνουν τα ανεκπλήρωτο κατά μέρος και βάζουν μπρος για τα ολοκληρωμένα. Μαζί.
Ο ανεκπλήρωτος έρωτας είναι μία από τις μεγαλύτερες ανθρώπινες φούσκες, γιατί μπάζει εξ’ ορισμού. Ο έρωτας δε νοείται να παραμείνει ανεκπλήρωτος, δεν τη σηκώνει τη μη ολοκλήρωση, δεν την καταδέχεται. Υπό την προϋπόθεση της αμοιβαιότητας, βεβαίως, βεβαίως.
Αλλά αν η αμοιβαιότητα δεν κυριαρχεί στο concept, τότε για ποιον έρωτα μου μιλάς;
Πες το κόλλημα, πες το εμμονή, πες το σαχλαμάρα, πες το «να ‘χουμε κάτι να ασχολούμαστε». Μη μου το λες όμως έρωτα. Μην προσβάλεις το συναίσθημα, μην ταπεινώνεις τους πραγματικους, ολοκληρωμένους έρωτες που αργότερα θα συναντήσεις, μη μυθοποιείς τις χειραψίες, μη συντηρείς τη φούσκα, μη γεμίζεις τον τόπο με άλλους αστικούς μύθους.
Κι αν είναι να ξενυχτήσεις κουβεντιάζοντας ας είναι τουλάχιστον για κάτι που ν’ αξίζει.
Ή για κάτι πραγματικό.