Υπάρχει κάτι που με ενοχλεί πολύ σε σένα. Η αργοπορία σου. Και η επιμονή σου να διαφωνείς για πράγματα που θυμάμαι καλύτερα.
Όπως τότε που είχα λερωθεί με παγωτό φράουλα και η μάνα μου φώναζε να μαζευτώ στο σπίτι, να καθαριστώ. Με το ζόρι εσύ, να επιμένεις οτι το παγωτό ήταν σοκολάτα.
Και άντε πες και σε αυτό να κάνω σκόντο. Αλλά στο ότι το ποδήλατό μου ήταν bmx, ενώ σου λέω ότι ήταν ένα βίνταζ με ψάθινο καλάθι, δε μπορώ να το σηκώσω.
Aνάθεμα το χούι του πατέρα μου να φυλάει τις φωτογραφίες σε άλμπουμ και σε άγνωστο για τους υπόλοιπους συρτάρι. Αλλιώς θα μπορούσα να στις τρίψω στα μούτρα, να δεις εσύ.
Να δεις εσύ; Όσα έχεις δει, έχω δει. Μην το ξεχνάς μωρό μου.
Σπουδαία παρακαταθήκη οι αναμνήσεις. Και οι μεν και οι δε. Αλλά οι μεν, είναι εκείνες που θα σου γεμίζουν τα σαββατιάτικα απογεύματα μια ζωή. Το σχολικό που δεν ήρθε στην ώρα του και γλύτωσες πέντε λεπτά ύπνο, το δέντρο που χάραξες τα πρώτα αρχικά σου, το μεθύσι που κατέληξε σε βατερλώ.
Μου αρέσουν οι ιστορίες σου. Μου αρέσουν να τις ακούω, να τις φαντάζομαι, να γίνομαι κομμάτι τους.
Να σε κρυφοκοιτάω πίσω απ’το φράκτη, την ώρα που γράφεις σε τοίχους συνθήματα.
Εσύ δεκαεπτά, εγώ δώδεκα.
Και στο πρόσωπο εκείνης της ξανθιάς ξερακιανής, του πρώτου σου φιλιού, θα βλέπεις τη μορφή μου. Μαζί σου θα τη βλέπω κι εγώ, θα με κεντάν τα γένια σου.
Αχ να ‘ξερες πόσο με ενοχλεί αυτό σε σένα.
Στην αρχή λυπόμουν. Ξέρεις, αυτή η θλίψη της ανοικειότητας, της άγουρης αμηχανίας και των λιγοστών απαιτήσεων. Όλα αυτά, μέχρι να γίνεις δικός μου. Γιατί μετά η λύπη, πήγε περίπατο. Και από τότε, άρχισα να θυμώνω.
Με το στρατό, με το αυτοκίνητο, με την ορκομωσία.
Με το καλοκαίρι σου στη Λευκάδα. Με το δικό μου στη Σαντορίνη.
Με το φόρεμα το θαλασσί που ξάσπρισε στο πλύσιμο και δεν πρόλαβες να δεις πόσο μου πάει.
Με το πρώτο σου στιχάκι και τον ενθουσιασμό της στιγμής.
Με όλα αυτά που σε όρισαν και όρισαν και μένα. Με αυτά που δεν είδαμε παρέα.
Με όσα ζήσαμε πριν γνωριστούμε.
Όλα αυτά με ενοχλούν και πρότεινες να τα ξορκίσουμε, εκείνο το βράδυ που σου συζητούσα για αχινούς και μου συζητούσες για μπουγέλα.
Τα αγκάθια που δε μου έβγαλες, τους κουβάδες που δε σου πέταξα.
Αλλά κάπου στην αίσθηση, σε αυτή την απόμακρη εντύπωση, στο σέπια περιεχόμενο του μυαλόυ μου, υπάρχουμε μαζί έτσι κι αλλιώς.
Όχι απαραιτήτως γλυκανάλατα, ούτε όμως και τυπικά.
Βρίσκεσαι σχεδόν ρεαλιστικά. Πρωταγωνιστείς αθόρυβα. Όριζεις τα φινάλε, χαμογελάς στις ειρωνείες, καθορίζεις τις πορείες.
Και όταν τελικά αυτές συναντηθούν, λυπάμαι. Λυπάμαι που σε έστησα και μ’έστησες στο ραντεβού.
Λυπάμαι για τους ενδιάμεσους σταθμούς.
«Με ενοχλεί πολύ που δεν υπάρχεις στις παλιές αναμνήσεις μου, που δεν υπάρχω στις δικές σου», σου είπα πριν δυο Δευτέρες.
«Βάλε με! Θα σε βάλω κι εγώ», απάντησες κι από εκείνη την ώρα προσπαθούμε να θυμηθούμε αν το παγωτό ήταν φράουλα ή σοκολάτα.