Το τακ-τακ του τακουνιού της στο παρκέ, τον ξύπνησε απότομα.

Περπατάει ως το ντους φορώντας ακόμη τα παπούτσια της και αδιαφορώντας παντελώς για το τι ώρα είναι.

Ρίχνει μπόλικο νερό επάνω της, τυλίγεται με την πετσέτα, ξαπλώνει δίπλα του πλάτη με πλάτη, πατούσες μαλωμένες.

Εκείνος με μισάνοιχτα μάτια κοιτάει το ξυπνητήρι. Ακόμη τέσσερις. 

Κλείνει ξανά τα βλέφαρά του, βυθίζεται.

Στο διπλανό διαμέρισμα ο Γιώργος και η Μαίρη, για άλλο ένα βράδυ σπάνε πιατικά.

Εκείνος ουρλιάζει, εκείνη ωρύεται.

Μετά αυτός θα βγει στη βεράντα να κάνει ένα τσιγάρο και να στείλει sms στην πιτσιρίκα που πηδάει τον τελευταίο καιρό.
Αναστατωμένος από το chatting θα γυρίσει στη συζυγική κρεβατοκάμαρα να ξεδώσει στη Μαίρη. 

Στο τρίτο όροφο ο Αντρέας και η Άννα, ετοιμάζονται σε λίγους μήνες να παντρευτούν.

Ή μάλλον, ετοιμάζονται όλοι γύρω τους, εκτός από τους ίδιους.

Τέσσερα χρόνια μαζί, συν άλλα τριάντα που βαραίνουν τις πλάτες του καθενός, αναπόφευκτα πρέπει να οδηγήσουν στην επισημοποίηση.

Ερωτευμένοι δεν είναι. Ίσως δεν ήταν και ποτέ.

Ψιλά γράμματα στον κόσμο της συνθήκης, της δειλίας και του βολέματος.

Ψιλά και ακαταλαβίστικα.

Αγαπιούνται, αλλά δεν ποθούνται. Γελιούνται χωρίς να γελάνε.

Μόνο που αρνούνται να το παραδεχτούν.

Χαμόγελα συνθήκης τα παρεϊστικα Σάββατα, που τα φιλικά ζευγάρια μπαίνουν σε έναν (όχι και τόσο) υποσυνείδητο διαγωνισμό επίδειξης ευτυχίας.

Χαμόγελα που συνήθως μετατρέπονται σε σιωπές, μόλις η εξώπορτα κλείσει πίσω τους.

Άνθρωποι αδύναμοι, συμβιβασμένοι, βαθιά δυστυχισμένοι.

Στην πολυκατοικία σου, στον όροφό σου, στο διαμέρισμά σου, στο κρεβάτι σου.

Στο σπίτι στη Λασκάρεως, η κουζίνα μου έβλεπε την κουζίνα της Ειρήνης.
Κάθε μεσημέρι την ώρα που εγώ έφτιαχνα τον πρωινό μου καφέ, εκείνη μαγείρευε για εκείνον.
Ανταλλάσσαμε πάντα μια καλημέρα και μια τσαχπινιά.
Ένα Σάββατο, δεν την είδα στο παράθυρο. Ούτε την επομένη Κυριακή, ούτε τη Δευτέρα.
Τρίτη της χτύπησα το κουδούνι με το θράσος που χαρακτήριζε τα 19 τότε, έτη μου.
Η Ειρήνη ανοίγει και χωρίς αντοχή να μιλήσει, μου δείχνει με την παλάμη της τον καναπέ.
Σέρνει τις πατούσες της στο πάτωμα.

Ένα πάτωμα σκονισμένο, που δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα συναντούσα στο δικό της σπίτι.
Σωρός αποτσίγαρα και συλλογή από φλιτζάνια καφέ, που όμως βρωμούσαν κάτι σαν τσίπουρο.

«Τον έδιωξα αλλά δεν με νοιάζει, απελευθερώθηκα, το πιστεύεις;» την άκουσα να λέει με βαθιά ανάσα.

Δυσκολευόμουν να κατανοήσω τότε πώς η ανακούφιση συνοδεύεται και από πόνο, αλλά δεν της το είπα.

«Ναι. Και τι θα κάνεις τώρα;».

«Δεν έχω ιδέα. Σίγουρα όμως κάτι καλύτερο» είπε και με κέρασε από αυτό το αδιευκρίνιστο πράγμα μετά τσίπουρου, ούζου και ρακής.

Λίγο καιρό μετά ερωτεύτηκα και εγώ.

Και μάλλον ερωτεύτηκα αρκετά δυνατά, ώστε δεν κατάλαβα καν, πώς από το στάδιο της καψούρας πέρασα σε αυτό του βολέματος. 

Μου πήρε τρία χρόνια να το συνειδητοποιήσω.

Τρία χρόνια, που κανονικά θα έπρεπε να είναι ένας χρόνος και αυτός μετά βίας.

Η ευθύνη ήταν ολόδική μου.

Όσο είμαστε νέοι, πιστεύουμε πως η νεότητά μας, θα αγγίξει την αιωνιότητα.

Στο όνομα αυτής της παραίσθησης, δικαιολογούμε κάθε λογής έγκλημα που διαπράττουμε εναντίον του εαυτού μας.

Η ηλικία μας χαρίζει ένα απλόχερο άλλοθι. Ένα άλλοθι που νομίζουμε πώς θα είναι μόνιμο και κυρίως δωρεάν.

Και πράγματι, για κάποιο χρόνο έχει ισχύ.

Για όσο η φαρέτρα περιμένει να γεμίσει από λάθη.

Πόσα συνειδητοποιημένα λάθη όμως να χωρέσει και κυρίως, μέχρι πότε;

Πρόσφατα άκουσα για ένα ζευγάρι γερόντων που αποφάσισαν στα ογδόντα τους να πάρουν διαζύγιο, γιατί δεν είναι πια ευτυχισμένοι.

Σε πρώτη φάση, γέλασα, δεν το κρύβω. Το είπα μάλιστα και ως ανέκδοτο σε φίλους και γνωστούς.

Γέλασαν και εκείνοι μαζί μου.

Από τα συνεχόμενα γέλια μας όμως και μέσα από τις γκριμάτσες που σχημάτιζαν τα πρόσωπά μας, μπόρεσα σχεδόν να χρωματίσω στο μυαλό μου την εικόνα μας, μερικά χρόνια μετά.

Και εκεί τρόμαξα.

Σχεδόν μας φαντάστηκα, στα σαράντα, τα πενήντα, τα εξήντα μας, συμβιβασμένους και -στην πραγματικότητα- μόνους.

Τότε που το άλλοθι της νιότης, θα ‘χει κάνει φτερά. 

Τότε που η απόφαση της απελευθέρωσης, θα ‘χει βάρος και αντίτιμο διπλό.

Και η τωρινή μαγκιά μας, χαρακτήρα ιστορικό.

Θυμήθηκα την Ειρήνη, τη Μαίρη, την Άννα και την Αντιγόνη, που φορούσε πάντα αυτά τα τακούνια.

Τους γνωστούς μου, τους γείτονές μου, ορισμένους από τους φίλους μου.

Όσους μπέρδεψαν τον έρωτα με την ανασφάλεια και κυρίως με τη συνήθεια.

Όσους δέχτηκαν να αγκαλιάζουν σώματα που δεν ποθούν.

Όσους συνήθισαν να κοιμούνται πλάτη.

Όσους ξέχασαν να διεκδικούν το καλύτερο για τον εαυτό τους.

Θύμωσα μαζί τους και παρέμεινα θυμωμένη.

Θυμώνω με τους ανθρώπους που βαφτίζουν «έρωτα», την ανάγκη τους να μην είναι μόνοι, την καύλα τους, το πασπάλισμα του κοινωνικού τους «φαίνεσθαι» και ακόμη χειρότερα το συμφέρον τους.
Θυμώνω διπλά με αυτούς που αυτοπαραμυθιάζονται και ας τους οικτίρω ταυτοχρόνως.
Οργίζομαι, τους φωνάζω και ξεκινάω αντιπαραθέσεις, γι’ αυτό πλέον αρκετοί από τους φίλους μου δεν μου λένε καν τα γκομενικά τους.

«Τι είσαι ρε μαζί της, αφού δεν είσαι ερωτευμένος και ξενοκοιτάς;» ρώτησα πριν λίγες μέρες τον φίλο μου το Χρήστο.

«Γιατί είναι ήσυχη, μου κάνει τα χατίρια, είναι καλό παιδί».

«Και βρίσκεις ότι αυτοί είναι επαρκείς λόγοι;».

«Άσε μας ρε Κατερίνα με τα παραμυθάκια σου, επιτέλους!» απάντησε κι έφυγε από την ταράτσα μου θυμωμένος.

«Χαραμίζεις τη ζωή σου ρε μαλάκα!» του φώναξα, αλλά ήταν ήδη στο ασανσέρ.

Μπήκα στο skype, η ώρα τέσσερις το πρωί.

Έστειλα στην Ειρήνη μήνυμα, μετά από αρκετό καιρό.

«Παντρεύομαι ρε!» μου γράφει αμέσως.

«Ποιον;» ρωτάω.

«Έναν Ισπανό κιθαρίστα, που γνώρισα πριν τρεις μήνες στην Αμοργό. Τα παράτησε όλα και ήρθε στη Σύμη, για να είναι μαζί μου».

«Ακουμπάνε οι πατούσες σας τη νύχτα;»

«Γιατί; Κοιμόμαστε και ποτέ;».

«Προχώρα το!» της είπα και ξαφνικά εκείνο το σκονισμένο πάτωμα της Λασκάρεως, μου φάνηκε πολύ μακρινό.

Πρώτη δημοσίευση: eyedoll.gr
 

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά