Στο, όχι και τόσο μακρινό, 1913 ο Φρόιντ δημοσιεύει το «Τοτέμ και Ταμπού» και προκαλεί απέχθεια και λιποθυμίες στους καθώς πρέπει κύκλους της Βιέννης. Απόρροια της ανεξέλεγκτης φαντασίας του «εκκεντρικού» συγγραφέα ή συμπεράσματα χρόνιας μελέτης επιστημονικών και ανθρωπολογικών δοκιμίων, το «Τοτέμ και Ταμπού» ό,τι κι αν τελικά ήταν πέτυχε το σκοπό του. Σφήνωσε στο μυαλό των ανθρώπων το άβολο ενδεχόμενο, να υπάρχουν κάπου στα τρίσβαθα της συνείδησής τους απωθημένες επιθυμίες, ορμές μιασματικές και σκέψεις απαγορευμένες που αν τους επέτρεπαν έστω και μια φευγαλαία περατζάδα στο νου τους, σίγουρα θα κατέληγαν ή αυτόχειρες ή ψυχοπαθείς.
Στο βιβλίο παρατηρούμε τη δομή και την οργάνωση των πρωτόγονων φυλών και πώς αυτές δομήθηκαν επάνω σ’ ένα κοινό έγκλημα (τον -φανταστικό ή μη- φόνο του πατέρα) και σε απαγορεύσεις (ταμπού). Σαν μάλιστα τα ταμπού να μοιάζουν πως ήρθαν ως τιμωρία για τον φόνο που προηγήθηκε. Προφανέστατα εδώ ο Φρόιντ υπονοεί πως αυτές οι κοινωνικές δομές και οι κανόνες τους, αποτέλεσαν τη βάση των μετέπειτα θρησκειών καθώς η σύνδεση με το προπατορικό αμάρτημα είναι εμφανής.
Κι αν η φαντασίωση της δολοφονίας του πατέρα, προκαλεί στους περισσότερους από εμάς αποστροφή και αηδία, ενδεχομένως να μη συνέβαινε ακριβώς το ίδιο αν απλώς προσθέταμε στη λέξη εισαγωγικά. Όπου ο «πατέρας» παύει να είναι το ένα ήμισυ που μας έφερε στη ζωή μα αποκτά χαρακτήρα συμβολικό. Ο οδηγός, ο εντολοδόχος, ο φέρων την ευθύνη. Πόσο σίγουροι θα παραμέναμε ότι δε θα θέλαμε να τον σκοτώσουμε; Κι αν χρειαστεί να βάλουμε εισαγωγικά και στο «σκοτώσουμε», πόσο σίγουροι είμαστε ότι δε θα θέλαμε να τον εξοστρακίσουμε, να τον παρακούσουμε, να πάρουμε τη θέση του;
Η κοινωνία, έτσι όπως τη βιώνουμε και την αντιλαμβανόμαστε, δεν είναι παρά από ένα σύνολο από αγέλες. Αγέλες στις οποίες είτε ανήκουμε, είτε πολεμάμε, είτε για ένα μικρό ποσοστό αδιαφορούμε. Η ύπαρξή τους εξυπηρετεί πολλούς σκοπούς, συλλογικούς κι ατομικούς. Καλοπροαίρετους ή όχι. Χωρίς αυτές δε θα υπήρχαμε. Ή κι αν υπήρχαμε θ’ αναζητούσαμε διαρκώς την ταυτότητά μας, δηλαδή την απάντηση στο πιο αγωνιώδες ερώτημά μας, στον πιο ακατανόητο συνομιλητή – τον εαυτό μας. Οι αγέλες λοιπόν φτιάχτηκαν για να μπορώ να λέω είμαι η Κατερίνα, δεν το ‘χω ρίξει ποτέ σε Μητσοτάκη, γουστάρω την τζαζ και να νομίζω ότι προσθέτοντάς μου επίθετα και χαρακτηριστικά με κατανοώ περισσότερο. Α, και για να διατηρώ την εντύπωση ότι κάποιοι θα με συμπαθήσουν μόνο και μόνο γι’ αυτά. Δεν είναι όμως αυτή όλη η αλήθεια.
Κοινωνικότητα, αποδοχή, μοίρασμα κοινών αξιών ή απλώς ενδιαφερόντων αντιδιαστέλλονται την ίδια στιγμή με ανάγκη αποποίησης ευθύνης καθώς «δεν το διάλεξα εγώ, οι πολλοί το είπαν» και με την εγωπαθή ψευδαίσθηση ότι αν ήμασταν εμείς στη θέση του αρχηγού θα τα καταφέρναμε καλύτερα.
Αγέλη είναι η ομάδα στις κερκίδες της οποίας χτυπιόμαστε. Είναι η μεγάλη παρέα που συναντιόμαστε μόνο σε κλαμπ. Είναι το κλειστό γκρουπ που παίζουμε μπριτζ και πληρώνουμε συνδρομή ετήσια για να παραμείνουμε μέλη. Είναι το κόμμα. Είναι η πατρίδα. Συχνότατα μπορεί να είναι όμως και η μικρότερη παρέα που αράζουμε σε σαλόνια – ακόμα πιο συχνά είναι και η φαμίλια. Κι όπως κάθε οργανωμένη κοινωνική δομή έχει κανόνες, απαγορεύσεις και ποινές. Κι όπως καθετί που φέρει κανόνες, απαγορεύσεις και ποινές – έτσι και τούτες φέρνουν δυσφορία, αγανάκτηση μα κι απορία. Ξανά το ίδιο ερώτημα στο οποίο αναζητούσαμε την απάντηση απ’ την αγέλη, τώρα σαν αυτή να μάς κοιτά και να ρωτά «ποιος είσαι;». Σαν να την κοιτάμε κι εμείς και ν’ αναρωτιόμαστε «τι κάνω εδώ πέρα;».
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα ποικίλουν αναλόγως της θέσης που έχουμε στην αγέλη, γιατί δε λείπει η ιεραρχία. Άλλο να ‘σαι αρχηγός, άλλο υπαρχηγός, άλλο ακόλουθος, άλλο ρουφιάνος κι άλλο επαναστάτης. Κι όσο κι αν υποθέσουμε βιαστικά ότι η θέση του αρχηγού είναι η πιο ζηλευτή η ζωή η ίδια μας επιβεβαιώνει ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει, τουλάχιστον όχι όταν έρθει η ώρα να επιλέξουμε κάθισμα.
Ο αρχηγός – κι αμέσως μετά οι υπαρχηγοί – γίνονται κυρίως αντικείμενα χλεύης κι επιθέσεων παρά θαυμασμού όπως θα υποθέταμε. Εννοείται πως το γνωρίζουν κι οι ίδιοι, μοιάζουν ίσως να ‘ναι οι μοναδικοί που έχουν εγκαταλείψει την προσδοκία να γίνουν συμπαθείς μέσα (κι από την) αγέλη. Ο εργοδότης έχει συμβιβαστεί με την ιδέα ότι κάποιοι δε θα τον συμπαθήσουν ποτέ ακόμη κι αν τυγχάνει να είναι ο πιο γλυκός άνθρωπος του κόσμου, ο κομματάρχης τη μέρα που βάζει την υπογραφή του ξέρει ότι οι άλλοτε συναγωνιστές θα λογίζονται για ανταγωνιστές, η ψυχή της παρέας συχνότατα αναρωτιέται αν οι υπόλοιποι θεωρούν ότι τους κλέβει τη δόξα. Είναι οι κυρίως υπεύθυνοι για τις επιτυχίες και τις αποτυχίες, είναι όμως και τα πιο συνήθη εξιλαστήρια θύματα.
Ως ακόλουθοι η θέση μας είναι φαινομενικά η ευκολότερη – μέχρι τουλάχιστον να ‘ρθει η προδοσία. Απολαμβάνουμε τα οφέλη χωρίς την αγωνία της ηθικής αυτουργίας. Αν κάτι πάει καλά θα είμαστε εκεί να πανηγυρίσουμε. Αν κάτι πάει στραβά θα στεναχωρηθούμε λιγάκι αλλά δε θα χάσουμε και τον ύπνο μας. Ως ακόλουθοι διατηρούμε αναλλοίωτη στο χρόνο τη φαντασίωση του πώς θα πράτταμε εμείς αν ήμασταν οι οδηγοί – κι ως γνωστόν οι -παντός τύπου- φαντασιώσεις έχουν εφευρεθεί για να προσφέρουν ερεθισμό κι ικανοποίηση. Ρητορεύουμε, προτείνουμε λύσεις εκ του ασφαλούς, κουνάμε δάκτυλα, φωνάζουμε, παθιαζόμαστε. Ο ακόλουθος έχει πάθος και δίψα. Τρέφεται και από τη συσπείρωση κι από το διχασμό. Και τούτο το, ενίοτε οργισμένο, πάθος μπορεί ανά πάσα στιγμή ν’ αλλάξει αποδέκτη. Κι είτε να φανατίζεται υπερβολικά εναντίον μιας «αντίπαλης» αγέλης, είτε τελικά απ’ την απογοήτευση του να επιτεθεί εκεί που μέχρι πρότινος ανήκε και να ξεκινά να λογίζει εαυτόν για επαναστάτη. Ο ακόλουθος δεν υποφέρει όσο οι αξίες και τα πιστεύω του συμβαδίζουν με της αγέλης, γιατί με το που ξεκινήσουν οι αμφιβολίες αρχίζει κι αυτός να διαισθάνεται ότι η ανάγκη του ν’ ανήκει κάπου, έπνιξε την ανάγκη ν’ ανήκει στον εαυτό του. Κι αυτή είναι μια συνειδητοποίηση που πονά ακόμα και τους πιο αφοσιωμένους.
Σύντομα θ’ αρχίσουμε να ψάχνουμε για νέες αγέλες. Κι ας ξέρουμε ότι με κάθε είσοδό μας κάτι θ’ αφήνουμε στην απ’ έξω και κάτι θα στρογγυλεύουμε ώστε να γίνει πιο αρεστό. Τις περισσότερες φορές εκείνο που μας σπρώχνει να προσκολληθούμε κάπου που ίσως δεν ταιριάζουμε και τόσο -ή που έχουμε πάψει προ πολλού- δεν είναι παρά η επιθυμία μας να επιστρέφουμε διαρκώς στον πρώτο εαυτό μας, τον άγουρο ή τον ανώριμο. Φιλίες που πλέον δε μας εξελίσσουν, δουλειές που δε μας εμπνέουν, πολιτικές παρατάξεις που ‘χουν πάψει να μας εκφράζουν μα για κάποιο λόγο που συνήθως βαφτίζουμε ρομαντισμό ή αφοσίωση παραμένουμε εκεί. Όχι αδιαμαρτύρητα, όχι χωρίς κόστος ψυχικό, όχι χωρίς να «θέλουμε να σκοτώσουμε τον αρχηγό».
Είναι απλή η διαπίστωση ότι χωρίς εμάς ο αρχηγός έτσι κι αλλιώς δε θα υπήρχε. Δεν είναι όμως απλοϊκη. Γι’ αυτό προτιμούμε να κατηγορούμε εκείνον ή εκείνους στα χέρια των οποίων νομίζουμε πως είναι η μοίρα μας αφημένη, μια μοίρα ακαθόριστη αποτέλεσμα εξωτερικών παραγόντων, που γλιστρά μέσα απ’ τα χέρια μας ενώ εναγωνίως προσπαθούμε να συγκρατήσουμε έστω λίγες σταγόνες. Αυτές οι σταγόνες θα γίνουν η πηγή της περηφάνιας μας και την ίδια στιγμή της οργής μας.
Αυτό δεν είναι ένα άρθρο που απαντά σε κάποιο ερώτημα. Είναι όμως ένα άρθρο που καθώς το έγραφα δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ.
Ποιον θέλουμε να «σκοτώσουμε» τελικά;