Ιούλιος μήνας, σε ενα ρετιρέ κάπου στο κέντρο. Στρώμα στο πάτωμα, παράθυρα ανοιχτά.
Η Φρόσω και ο Σπύρος καπνίζουν ημίγυμνοι ένα στριφτό τσιγάρο. Το σπίτι γύρω τους, μπουρλότο.

Χαλαροί και αμέριμνοι κοιτάζουν τα φώτα της πόλης, λίγο πριν εκείνη στρέψει το κεφάλι της και τον ρωτήσει. 

«Τα γυαλιά, θα τα μαζέψεις εσύ;»

Ένα χάδι στο σαγόνι της, θα σημάνει το “ναι”.

Οι γείτονες συνηθισμένοι από τις φασαρίες, έχουν μάθει να αγνοούν τα ποτήρια που σπάνε, τις μεταμεσονύχτιες τσιρίδες οργής, αλλά και τα ουρλιαχτά ηδονής που ακολουθούν. 

Θα αρκεστούν στο να σταυροκοπηθούν την επόμενη φορά που θα τους δουν αγκαλιά και να τους κοιτάξουν απορημένα, λίγο πριν φτύσουν τον κόρφο τους.

Το κοντέρ τους μετράει ήδη πέντε χρόνια.

Οι άνθρωποι φοβούνται σαν ο διάολος το λιβάνι, τις εντάσεις.

Η Φρόσω, ο Σπύρος, μερικοί ακόμη και εγώ, φοβόμαστε την ηρεμία. Ίσως επειδή ο θυμός που εκείνη κρύβει, είναι πολύ πιο ύπουλος.

Στο μοντέλο του ιδανικού συντρόφου, στις πρώτες θέσεις φιγουράρει συνήθως η συμβατότητα.

Με απλά λόγια, το να «ταιριάζουμε».

Αν ταιριάζαμε, δεν θα ήμασταν δυο αυτόνομοι, διαφορετικοί, ξεχωριστοί άνθρωποι. Θα ήμασταν παπούτσια. Κάποιοι από εμάς, βολευόμαστε περισσότερο ξυπόλητοι.

Οι άνθρωποι σπανίως χωρίζουν επειδή δεν ταίριαξαν.

Συνήθως χωρίζουν επειδή βαρέθηκαν να ταιριάζουν ή να προσποιούνται πως τους συμβαίνει.
Η ασυμφωνία χαρακτήρων είναι μία από τις μεγαλύτερες φούσκες που έχει εφεύρει το είδος μας, για να γλυτώσει να παραδεχτεί το προφανές: «βαρεθήκαμε!».

Άραγε οι πιθανότητες να συμβεί αυτό, είναι περισσότερες στη συμφωνία ή τη διαφωνία;

Μερικές φορές βλέπω γύρω μου ζευγάρια τόσο αφοπλιστικά συμβατά και αγαπημένα, που με κάνουν ν’ απορώ. Ζευγάρια που συμπληρώνουν ο ένας τη φράση του άλλου, που γελάνε σε μόνιμη βάση με τα ίδια αστεία, που πίνουν τα ίδια, τρώνε τα ίδια, ενίοτε φοράνε και τα ίδια. 
Διαρκώς γαλήνιοι, ισορροπημένοι, φαινομενικά ευτυχισμένοι και ας κοιμηθούν το βράδυ ο ένας στον καναπέ, ο άλλος στο κρεβάτι.

Ξύνει το ζιζάνιο το μυαλό μου και κάνει έναν ήχο τόσο εκνευριστικό, που δεν μπορώ να τον αγνοήσω.

Από πότε ο έρωτας έπαψε να βασίζεται στην έκπληξη, τη διαφορετικότητα και την ανατροπή; Πότε έγινε συνώνυμο της ταύτισης;

Πόση ανασφάλεια έχει μαζευτεί στις φαρέτρες μας και μας σπρώχνει προς οτιδήποτε εύκολο, όμοιο, γνώριμο;

Πόσα κότσια θυσιάστηκαν για να παραμυθιαστούμε οτι αυτό θα μας κάνει χαρούμενους;

Όσες φορές έτυχε να γνωρίσω άντρα ή να βγω ραντεβού με κάποιον που έγνεφε καταφατικά το κεφάλι σε οτιδήποτε έλεγα, πλήρωνα το πρώτο μου ποτό και εφευγα δίχως ενδοιασμό και χωρίς να ‘χω παραγγείλει δεύτερο.

Ανία, ανυπόφορη ανία!

Ο έρωτας κακώς έχει τη φήμη του μονιάσματος και της μοιρασιάς. Το πραγματικό του όνομα κρύβεται στην αλληλοσυμπλήρωση και συνήθως το επώνυμό του, φανερώνεται μέσα σε πιάτα σπασμένα, σπίτια μπουρλότα. 

Εκδηλώνεται μέσα σε συγνώμες και γυαλιά που θα μαζευτούν κι ας σε ματώσουν.

Όσοι δεν φοβούνται τις εκρήξεις, είναι πιο ευτυχισμένοι.
Είναι πιο ευτυχισμένοι γιατί έχουν ανακαλύψει το μεγαλείο του«σ’ αγαπώ και ας μη μου μοιάζεις».

Ο ένας αποτελεί για τον άλλον επιλογή.

Επιλογή που δεν καθορίζεται από βαθμούς ομοιότητας, επιλογή που τρέφεται μέσα στην εναλλακτική πρόταση, επιλογή που δεν δειλιάζει να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί.

Ακόμη και αν τελικά δεν αντέξεις να το διαχειριστείς, είναι βέβαιο πως θα έχει απλωθεί μπροστά σου ένας κόσμος αλλιώτικος, που θα ‘χεις χρόνο να επεξεργαστείς, αν μπορείς να αποδεχτείς ή να καταδικάσεις.

Αν όμως τελικα το αντέξεις, θα βρεθείς με το διαφορετικό από εσένα άνθρωπο, αγκαλιά, γνωρίζοντας πως δεν έχεις θυσιάσει κομμάτια της προσωπικότητάς σου, για να του είσαι αρεστός.

Θα κοιμηθείς με το σώμα του επάνω σου, αλλά και με την αυτοκυριαρχία σου στο μαξιλάρι.

Θα θυμάσαι πως το τσίγκλισμα του πνεύματος είναι έτη φωτός πιο αφροδισιακό, από παλάμες σε συμφωνία.

Θα τα σπάσεις, θα φωνάξεις, θα χτυπηθείς. Όλα αυτά, μπροστά του.

Θα παρηγορήσεις και θα παρηγορηθείς. 

Θα φιλήσεις και θα φιληθείς.

Ίσως μετανιώσεις, ίσως πυροδοτήσεις ξανά το φιτίλι. Όπως και να ‘χει, θα αισθανθείς το διαφορετικό, το περίεργο, το ξένο, να σου τρυπάει τα σωθικά.

Θ’ ανάψεις ένα τσιγάρο εξουθενωμένη. Θα του χαιδέψεις το γόνατο, ίσως ψελλίσεις και μια συγνώμη.

Στο τέλος θα του ζητήσεις να μαζέψει τα γυαλιά και εκείνος θα σου τσιμπήσει το σαγόνι.

Πρώτη δημοσίευση: eyedoll.gr

 

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά