Η ώρα πέντε και μπαίνει στο σπίτι παραπατώντας.
Μες στο μεθύσι του, έχει ξεχάσει τον κωδικό του συναγερμού και σηκώνει τη γειτονιά στο πόδι.
Εκείνη ατάραχη τον προσπερνάει, βγάζει τα παπούτσια της, ξαπλώνει στον καναπέ και αρχίζει να γρατζουνάει την κιθάρα του.
Δέκα λεπτά του πήρε να σταματήσει το συναγερμό και η Αντιγόνη στο σαλόνι, έχει πια μείνει με τα εσώρουχα.
Η κιθάρα σταθερή προέκταση του χεριού της, όσο τραβάει με ορμή τις χορδές προς τα πάνω νομίζοντας πως παράγει μελωδία.
“Έχεις ταλέντο, γιατί δεν πας σε ένα ωδείο να μάθεις;”, σχολιάζει εκείνος και αυτό είναι επισήμως, το πρώτο ψέμα που της λέει.
Ζευγάρι ολοκαίνουριο, με την απόδειξη αγοράς ακόμη στο πορτοφόλι και την καρτούλα αλλαγής στη συσκευασία.
Αυτά τα μικρά, παστέλ ψεματάκια που γεμίζουν το δωμάτιο με αστρόσκονη και όψη παραμυθένια.
Και σε ποια δεν αρέσουν τα παραμύθια;
Διάθεση μελό και υπερβολικά ρομαντική, όπως ακριβώς και η προηγούμενη παράγραφος, που καταλήγει αρκετές φορές να γίνεται το γονιμότερο έδαφος για να καλλιεργηθούν σχέσεις φούσκες.
Ο έρωτας εξ’ ορισμού, περιέχει μεγάλο ποσοστό ανειλικρίνειας στα θεμέλιά του.
Ποσοστό που όχι μόνο είναι ανεκτό από τους υποψήφιους lovers, αλλά πολλές φορές και αυτοπροκαλούμενο.
Ίσως όχι και τόσο (α)συνείδητα.
Ζαλισμένη ακόμη από τις τεκίλες η Αντιγόνη, τον ρωτάει “έχει παίξει κι άλλη με αυτή την κιθάρα;” και το “όχι βέβαια μωρό μου!” του Δημήτρη, θα έρθει να κάνει τα ψέματα, δύο.
Μέχρι το επόμενο πρωί που θα ξυπνήσουν μαζί, ο μετρητής θα έχει σημειώσει περίπου δέκα και το χαρτί περυτυλίγματος της σχέσης, θα δεσπόζει ακόμη δίπλα στο κρεβάτι.
Η Αντιγόνη το απόγευμα θα εξιστορεί στην κολλητή της με πάσα λεπτομέρεια την προηγούμενη νύχτα, επιδεικνύοντας υπερβάλουσα σημασία στη λεπτομέρεια “Και που λες μου είπε, ότι καμία άλλη δεν έχει πιάσει την κιθάρα του”, αγνοώντας το ανασηκωμένο φρύδι της φίλης της, που ακουμπάει φύτρα.
Φρύδι που και η ίδια θα ανασήκωνε σε παρόμοια περίπτωση.
Ο έρωτας όμως, δεν σε τυφλώνει απλώς. Σε χαζεύει παντελώς.
Και έτσι το φρύδι της Αντιγόνης όχι μόνο δεν μετακινείται προς τα πάνω, αλλά σουφρώνεται και πλησιάζει το διπλανό του, ενώ συνεχίζει να αφηγείται σε μοτίβο “άχ, μωρέ, τον γλυκό μου!”.
Στην πραγματικότητα, όλα αυτά τα μικρά ψεματάκια, όχι μόνο δεν ειναι επικίνδυνα, αλλά είναι αναγκαία.
Είναι το σπίρτο που θα πυροδοτήσει το φιτίλι και θα προκαλέσει την έκρηξη.
Αυτό ένας άντρας στοιχειωδώς έμπειρος, το γνωρίζει καλά.
Θα είναι ανόητος να μην το εκμεταλλευτεί.
Η ματαιόδοξη φύση μας διψάει για επιβεβαίωση και ο έρωτας, ειδικότερα όταν συνοδεύεται από δόσεις θαυμασμού, κολακείας και ανύψωσης, είναι το πιο εθιστικό ποτό που μπορείς να της δώσεις.
Η εσωτερική φρουρά βρίσκεται σε άδεια.
Εκείνη την περιόδο είναι όλα ονειρεμένα, μαγικά και ταξιδιάρικα.
Πολλές φορές πιστεύεις όχι μόνο τα ψέματα που πράγματι σου λέει, αλλά ακόμη και εκείνα που μόνη φαντάζεσαι ότι θέλει να ομολογήσει και απλώς διστάζει.
Καλά κάνεις!
Κάπως έτσι γεμίζεις το σπίτι σου λουλούδια, τη συλλογή σου με ποιήματα, τις δισκοθήκες σου με τραγούδια.
Όλα αυτά, μέχρι που η αθώα απόκρυψη της αλήθειας παραμένει ακίνδυνη.
Γιατί μετά το σενάριο ίσως αλλάξει.
Το θέμα είναι, ως τότε, η εσωτερική φρουρά θα έχει επιστρέψει στο πόστο της;
Ο αμοιβαίος έρωτας έχει τη μαγική ιδιότητα της αυτοπεριφρούρησης.
Ακόμη και όταν το πλοίο αρχίσει να μπάζει νερά, οι γυναίκες ως πιο επιρρεπείς στην εθελοτυφλία, θα επιμένουν πως τα ρούχα τους παραμένουν στεγνά και θα στρώνουν με χάρη τη φούστα τους.
Με την ίδια χάρη οι συνοδοί τους, θα γλυκοκοιτάζουν τις φούστες των γυναικών που θα περνάνε από μπροστά τους.
Κάποιες από αυτές τις φούστες, ίσως καταλήξουν μια μέρα να ακουμπάνε την κιθάρα τους.
Οι Αντιγόνες όμως, δεν θα το μάθουν ποτέ.
Ή και αν το μάθουν, δεν θα το πιστέψουν.
Με νύχια και με δόντια θα κρατάνε το πηδάλιο στα μανιασμένα κύματα, αλλά θα λένε πως το καράβι πλέει σε νερά γαλήνια, ενώ τα ψέματα πια, μόνο αθώα δεν θα είναι.
Εκείνες πάντα με την αποστολή να κρατηθεί το πλοίο στην επιφάνεια και εκείνοι με τη σιγουριά πως τα γλέντια του κάτω καταστρώματος, δεν θα φτάσουν στη γέφυρα.
Σε μια στραβοτιμονιά θα σβήσουν τα φώτα.
Όσο η Αντιγόνη θα προσπαθεί να ισιώσει το καράβι, ο Δημήτρης θα ψάχνει τους διακόπτες της καμπίνας του.
Κι όταν ξαφνικά οι λαμπτήρες ανάψουν, θα ηχήσει και ο συναγερμός.
Ο Δημήτρης θα προσπαθεί να τον απενεργοποιήσει, καθώς μια Άννα θα γρατζουνάει την κιθάρα του.
“Είμαι η πρώτη;”, θα τον ρωτήσει.
“Και βέβαια μωρό μου!” θα της απαντήσει, λίγο πριν κυλιστούν στα σεντόνια που είχε στρώσει η Αντιγόνη.
Πρώτη Δημοσίευση: eyedoll.gr