Θα το θυμάστε κι εσείς, θα το ‘χετε νιώσει κι εσείς. Εκεί γύρω στα δώδεκα που τα λυκειόπαιδα στα μάτια μας φάνταζαν ενήλικες και λίγο αργότερα στα πρώτα δικά μας χρόνια της ενηλικίωσης που οι τριαντάρηδες φαντάζαν ώριμοι, έμπειροι, μεγάλοι τέλος πάντων. Έλεγες τριάντα στα είκοσι και σου φαινόταν κάτι τόσο πέρα για πέρα άπιαστο και μακρινό που έκανες χίλια δυο σχέδια για το πώς τα δικά σου τριάντα θα σε βρουν.
Μα με καριέρες στο τσεπάκι, μα με χίλια δυο ταξίδια στο βιογραφικό, μα με δυο πιτσιρίκια να τρέχουν από πίσω σου, πάντως ό,τι ποθούσε ο καθένας είχε θέσει ως deadline εκπλήρωσης αυτά τα πρώτα -άντα, που αν μη τι άλλο όφειλαν να σε βρουν συνειδητοποιημένο, συναισθηματικά κατασταλαγμένο, στα σίγουρα ανεξάρτητο, με ένα επιπλωμένο διαμέρισμα τουλάχιστον 70 τετραγωνικών μέτρων, σπορ αμάξι, διήμερα στη μικρή και τη μεγάλη Πρέσπα, το λιγότερο τρεις καυτούς έρωτες στο παρελθόν που θα οδηγήσουν στην ουσιαστική αγάπη και με τους γονείς από μακριά κι αγαπημένους και κυρίως φουσκωμένους από περηφάνια στα Κυριακάτικα τραπέζια για τα επιτεύγματα των τριαντάρηδων τέκνων τους.
Και μετά ήρθε η κρίση κι έγινε ένα άλλοθι ωραιότατο. Κι η κρίση, όπως κάθε οικονομική, πολιτειακή και κοινωνική κρίση, δεν επηρέασε μόνο τους μισθούς και την καθημερινότητά μας, αλλά και τις σχέσεις, μιας και όλα αυτά αποτελούν συγκινωνούντα δοχεία.
Εικοσιπέντε, εικοσιέξι, εικοσιεννιά και οι στόχοι που είχες θέσει για τα άλλοτε τριάντα, τους βλέπεις να παίρνουν παράταση. Παράταση, τουλάχιστον δεκαετίας.
Η καριέρα άργησε μια μέρα, τα χίλια δυο ταξίδια, γίνανε δυο. Ένα Βερολίνο κι ένα Λονδίνο, έτσι ίσα για να δεις λίγο κάτι πέρα από τον τόπο γέννησης σου, τα πιτσιρίκια τα βλέπεις μόνο στο πάρκο απέναντι από τη φοιτητική γκαρσονιέρα ή το παιδικό σου δωμάτιο στο πατρικό, όπου και διαμένεις ακόμα.
Συναισθηματικά διανύεις μια περίοδο μεταξύ φθοράς κι αφθαρσίας, μπουρδουκλωμένος ανάμεσα σε σχεδόν σχέσεις, ξεπέτες, δίμηνα αδιευκρίνιστου στόχου και προορισμού, μα ευτυχώς, ευχής έργον, σε μια παρόμοια φάση βρίσκονται και οι περισσότεροι συνομήλικοί φίλοι σου, όποτε δεν αντιμετωπίζεσαι ως χαμένο κορμί, όπως θα συνέβαινε δέκα χρόνια πριν· κι αυτό όσο να πεις, είναι μια κάποια παρηγοριά.
Παραδόξως ακόμη κι αν οι ορέξεις σου για τρελό yoling ως το πρωί, έχουν περιοριστεί κατιτίς, όταν αποφασίσεις να το κάνεις το ξενύχτι, βάζεις κάτω δέκα εικοσάρηδες από κάθε άποψη. Το φλερτ το ‘χεις στο τσεπάκι έχοντας εντρυφήσει τόσα χρόνια σε τόσες άκυρες γνωριμίες, σεξουαλικά αρχίζεις να διανύεις τη χρυσή σου δεκαετία κι έχοντας αναπτύξει μια στοιχειώδη αυτογνωσία μπορείς πλέον και να πλασάρεις τον εαυτό σου ως πρέπει. Ως έναν εαυτό ενδιαφέροντα, πέρα για πέρα ελκυστικό, έπαθλο στα χέρια κάθε υπερτυχερού που θα τ’ ακουμπήσει επάνω σου. Το ότι μελλοντικά ίσως τα ξανακάνεις μαντάρα, δεν αναιρεί το γεγονός ότι έμαθες επιτέλους να εξασκείς μαεστρικά αυτό που οι σημερινοί νεολαίοι αποκαλούν mindfuck και νομίζουν ότι ξέρουν και να το κάνουν.
Οι Κυριακές συνήθως σε βρίσκουν να χάνεις τα οικογενειακά τραπεζώματα, μιας και όταν οι υπόλοιποι είναι στο επιδόρπιο εσύ χτυπάς έναν μέτριο στη φραπεδιέρα. Οι γονείς φουσκώνουν και κοκκινίζουν, όχι όμως από περηφάνια, αλλά από το αίμα που τους ανεβαίνει στο κεφάλι μιας και ως άνθρωποι άλλης γενιάς δεν παραλείπουν να θυμούνται κάθε τρεις και λίγο ότι εκείνοι στην ηλικία σου, είχαν ήδη δυο παιδιά, έκαναν τρεις δουλειές, δεν την περνούσαν όλη μέρα μπροστά από έναν υπολογιστή και τέλος πάντων τι σόι δουλειά είναι αυτή που δε χρειάζεται να ξυπνάς πρωί και να κρατάς χαρτοφύλακα;
Κι εσύ, αχ εσύ, απλώνεις τα πόδια στο τραπέζι του σαλονιού, κοιτάς το ταβάνι, βάζεις μονάδες στο καρτοκινητό και στέλνεις μήνυμα στα παιδιά να έρθουν για να αράξετε. Παιδιά τριάντα ετών, που όμως στην καρδιά και το μυαλό τους, είναι ακόμη είκοσι. Με την ίδια ενέργεια, την ίδια αβεβαιότητα, την ίδια φρεσκάδα και την ίδια ανασφάλεια. Τριαντάρηδες που αγαπάνε να εκτονώνονται δημιουργικά, που ονειρεύονται ν’ αλλάξουν τον κόσμο και που και οι ίδιοι αναρωτιούνται αν είναι ρομαντικοί, αφελείς ή βολεμένοι.
Τριαντάρηδες που βλέπουν τα σαράντα να ‘ρχονται και τους φαίνονται τόσο μακρινά και κοντινά συνάμα, μιας και μόλις χτες ήταν είκοσι. Κι αν οι στόχοι έχουν λάβει μια βολική παράταση που από τη μια αλαφραίνει τις συνειδήσεις κι απ’ την άλλη αγχώνει, ένα είναι γεγονός κι είναι πέρα για πέρα αισιόδοξο: Όταν τελικά αυτά τα σαράντα έρθουν, είτε τα ταξίδια είναι χιλιαδύο, είτε η καριέρα έχει έρθει, είτε τρέχουν στα πόδια σου δυο πιτσιρίκια, είτε όχι, θα σε βρουν ετών τριάντα. Κι αυτό είναι υπεραρκετό.