Τα δευτερότοκα παιδιά, απ’τη στιγμή της γέννησής τους, κουβαλάνε μια βαλίτσα.
Μια βαλίτσα, που συνήθως δεν αποχωρίζονται για πολλά χρόνια.

Αυτή η βαλίτσα, άλλοτε είναι βαριά, άλλοτε ανάλαφρη.
Άλλοτε τους γεμίζει μ’ενθουσιασμό και άλλοτε μ’ευθύνη.

Τα δευτερότοκα παιδιά, είναι κλόουν.

Είναι αυτά που στα χρόνια του Δημοτικού, θα κρυφτούν κάτω απ’το τραπέζι την ώρα του μεσημεριανού, για να κρεμάσουν μανταλάκια στα παντελόνια των αδελφών τους.
Είναι αυτά που θα βάλουν αφρό ξυρίσματος στα παπούτσια των πατεράδων.
Είναι εκείνα, που θα τυλιχτούν απ’τη μέση της μάνας τους, καθώς εκείνη θα δαγκώνει τα χείλη της, μην ακουστεί ένας λυγμός.

Και όταν τα ίδια μεγαλώσουν, θ’απολαμβάνουν μαζοχιστικά, να παραμένουν εσαεί διασκεδαστές.
Θα διαμαρτύρονται που εξακολουθούν να τους αντιμετωπίζουν ως έφηβους, θα υστεριάζουν στην προσπάθειά τους να αποδείξουν ότι ενηλικιώθηκαν, καθώς με κάθε πρώτη ευκαιρία, θα νοσταλγούν τον αφρό ξυρίσματος στα παπούτσια και τα παπλώματα.

Τα δευτερότοκα παιδιά, αγαπάνε πιο βαθιά.

Ο έρωτάς τους, έχει μυρωδιά carnation.
Γλυκιά και πηχτή.

Τα χάδια τους, ελαφρώς πιο άτσαλα.
Το βήμα τους εξίσου ασταθές. Λες και το στράτα-στρατούλα, μαζί τους, το ξεπέταξαν.
Και έτσι συνήθισαν να σκοντάφτουν και να γελάνε με τα κατορθώματά τους.
Να τα παίρνουν και να τα διανθίζουν, να τα κάνουν ιστορίες, να τις αφηγούνται τα Σαββατόβραδα στο παγκάκι της πλατείας. Να ξεκαρδίζονται.

Τα δευτερότοκα παιδιά, έχουν χέρια απαλά.

Γράφουν, βάφουν, μελοποιούν.
Σπούδασαν δικηγόροι και κατέληξαν ποιητές.
Έγιναν θείοι και νονάδες, πριν πιάσουν τιμόνι.

Ερωτεύονται και στροβιλίζονται. Μόνοι στο σαλόνι τους ή με παρέα, στην άδεια Σταδίου.

Ξεχνιούνται σε φιλί στο φανάρι και οι πίσω τους προσπερνάνε, μουντζώνοντας.

Φοράνε κουστούμι με το ζόρι. 

Αγαπάνε τους πρωτότοκους, περισσότερο απ’τους γονείς τους.

Παλεύουν μια ζωή να ξεφορτωθούν το άγχος ν’ανταποκριθούν στον πόθο των ενηλίκων και δεν το καταφέρνουν.
Προσποιούμενοι το διασκεδάζουν, ενώ στην πραγματικότητα, απλώς το καταπίνουν.
Το θυμούνται που και πού και χτυπάνε γροθιές σε τοίχους.
Τυλίγουν σ’επιδέσμους τις πληγές και ζωγραφίζουν επάνω τους.

Είναι οι τρυφεροί παρατηρητές στις οικογενειακές συναθροίσεις, όπου όλοι περιμένουν τη φιγούρα, το τραγούδι ή το ανέκδοτό τους.
Δραστήριοι, εύθυμοι, σχεδόν μόνιμα χαμογελαστοί, κρατάνε τα μπόσικα όταν το καράβι γείρει.
Κλαίνε συχνά, αλλά πάντοτε κρυφά.

Τα δευτερότοκα παιδιά, αν συναντηθούν, ψήνουν μια αγάπη με γεύση καραμέλα.

Δεν είναι τριάντα, είναι ετών δεκαπέντε.

Θυμώνουν, φωνάζουν, ανακοινώνουν τελεσίγραφα.
Τα παίρνουν όλα πίσω είκοσι λεπτά αργότερα, όταν ξυπόλυτοι σε ένα μπαλκόνι, ακουμπάνε τις μύτες τους.

Είναι γενναιόδωρα, είναι πεισματάρικα, είναι τελείως κακομαθημένα.

Είναι τα φερέφωνα στα οικογενειακά συμβούλια, είναι τα πνεύματα αντιλογίας.

Είναι ο αναστεναγμός του πατέρα, η γκρίνια της μάνας, το κρυφό καμάρι των παππούδων.

Είναι τα κάτασπρα πρόβατα, που τους αρέσει να βάφονται μαύρα.

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά