«Τι πάει να πει, δεν υπηρετείς εσύ κανέναν;
Στον έρωτα κούκλα μου, είστε και οι δύο υπηρέτες.
Εκείνος παίζει μουσική κι εσείς χορεύετε στους ρυθμούς του. Δεν έχει αφεντικά και δούλους.
Μια ο ένας, μια ο άλλος. Αυτός Τετάρτη, εσύ Σαββατοκύριακο.
Και το πιο ωραίο είναι, πως όταν έρχεται η σειρά σου το γουστάρεις πιο πολύ.
Πιο πολύ, απ’το να απαιτείς εσύ.»
Η Λένα. Η φουρνάρισσα μου, όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα.
Μαγαζί λουκούμι, στο κέντρο του Παγκρατίου.
Έκανε διάλειμμα για καφέ και τσιγάρο τα μεσημέρια, την ώρα που επέστρεφα απ’τη σχολή και με κερνούσε ένα.
Χωρισμένη δις, πληθωρική και τσαούσα.
Από εκείνες τις γυναίκες που λατρεύουν να μιλάνε για τον έρωτα και τη ζωή.
Το ‘βλεπες καθώς μιλούσε. Ψήλωνε τρεις πόντους, οι ώμοι προτάσσονταν, τα χέρια έκαναν φιγούρες στον αέρα. Το απολάμβανε.
«Εντάξει βρε Λένα μου όλα τ’άλλα, εκείνα όμως με τους δούλους και τους υπηρέτες, τι τα θες»
Αυθάδικο δεκαοχτάχρονο πλάσμα. Όχι μόνο δεν καταλάβαινα τα νοήματά της, έβγαζα και γλώσσα.
«Άντε να διαβάσεις, μην πληρώνουν τσάμπα οι γονείς σου. Έλα να με βρεις σε δέκα χρόνια.»
Και πήγα.
Καμμένη, όπως όλοι οι σημερινοί τριαντάρηδες, από υπερβάλλοντες εγωισμούς, από περηφάνιες της δεκάρας.
Κι εκείνη με ‘βαλε κάτω, έψησε καφέ κι άρχισε να μου αναλύει, τα «πώς» τα «δες» και τα «γιατί» της.
Δυο γάμοι, τέσσερα χρόνια έκαστος.
Τα τελευταία δεκαπέντε, τα περνά με τον Βασίλη της. Ούτε που να ξανακούσει για στεφάνι.
«Αυτός είναι πιο άντρας μου, απ’τους άντρες μου», θα σου πει και θα αστράψει ολόκληρη.
«Άργησα μόνο, τον συνάντησα στα σαράντα. Αυτό με καίει ακόμα.
Αλλά και πιο πριν να τον έβρισκα, θα ‘ξερα να τον κρατήσω; Θα ‘ξερε εκείνος; Ποτέ δε θα μάθουμε.»
Εν αρχή ην ο έρωτας. Ο πραγματικός έρωτας, αυτός που έχει μια αμοιβαιότητα, μια αφοσίωση, μια προσδοκία.
Οι imaginary lovers και οι κολλημένες στον εγκέφαλο τσίχλες, δεν εμπίπτουν στην κατηγορία.
Σε αυτόν τον έρωτα λοιπόν, το προσφερόμετρο δε φουλάρει ποτέ.
Δε χωράνε αξιοπρέπειες, ταμπού, υστεροφημίες.
«Θα του μαγειρέψεις, θα του σιδερώσεις, θα του πλύνεις τα πόδια.
Θα του φιλήσεις τα χέρια, θα του κόψεις τα μαλλιά, θα του ξεκουράσεις το σβέρκο.
Θα κάνεις τον κλόουν αν χρειαστεί, θα βγάλεις το σκασμό όταν θέλει ηρεμία, θα ανοίξεις το στέρνο σου να ξαπλώσει.
Θα τον υπηρετήσεις.
Θα τον υπηρετήσεις με λαχτάρα, με χαμόγελο, με κάψα.
Θα του δίνεις την τελευταία τηγανιτή πατάτα με καμάρι.
Θα ξεκινά η ταινία μετά τις διαφημίσεις και όσο θα σκαλίζει το ψυγείο, θα αγωνιάς μη χάσει δευτερόλεπτο απ’την πλοκή.
Θα θες να κοιμηθεί πρώτος για να τον χαζεύεις. Κι αυτή θα ‘ναι η αποζημίωση σου. »
«Αυτή θα ‘ναι; Κι αν δε μου φτάνει;»
«Αν δε σου φτάνει, τότε δε θα γευθείς ούτε την άλλη γλύκα.
Δε θα δεις έναν άντρα να σου φιλά τα πόδια, να σου ψαρεύει λιθρίνια κι αστακούς, να σου χτενίζει τα μαλλιά. Να ‘σαι η βασίλισσα του.
Και ίσως φτάσεις στα σαράντα με δυο διαζύγια, να ψάχνεις το Βασίλη σου.
Μην τον αφήσεις να περιμένει τόσο.»