Νοίκιασε μια αποθήκη κάπου στο κέντρο και μέσα σ’ενα διήμερο, είχε προλάβει να τη γεμίσει κούτες, μισοσκισμένες σακούλες, δυο πίνακες παρατημένοι στη γωνία, να ξερνά το χρώμα.
Γαλότσες λασπωμένες, την έπιασε η βρόχη καθώς κουβαλούσε τα πράγματα.
Έφερε και τις λάσπες μες στην αποθήκη, την στραβοκοίταξε η Ρίτσα.
«Τι με κοιτάς έτσι κυρά μου, την υπόγα νοίκιασα, όχι τη σοφίτα!», φώναξε από μέσα της η Αλίκη.
Απ’έξω της, αρκέστηκε να τρίψει στον τοίχο πίσω απ’την πλάτη της, τις λάσπες.
– Λοιπόν, 300 ευρώ για τρεις μήνες, τα μισά τώρα.
– Θα σου δώσω τα είκοσι σε ψιλά, δε σε πειράζει;
Αρχίζει να χώνει δάκτυλα στην τσάντα με τη σκισμένη φόδρα και ψιλά να μη βρίσκει.
«Πάρε 130 τώρα και τα υπόλοιπα, τον άλλο μήνα», της λέει και εκεί ανάμεσα στις κούτες και το παγωμένο τσιμέντο της οδού Βαλτινών, προσπαθεί να βρει που καταλήγει η τρύπα της φόδρας.
Ξεψάχνισμα, απ’αυτά, που μεγάλη αδυναμία τους έχει.
Και μετά όπως πάντα, πέταμα.
Επτά πόλεις, πέντε χώρες, σε δεκαπέντε χρόνια συνεχών διαδρομών και πήγαιν’έλα.
Με βάση, εκεί κάπου γύρω στους Αμπελόκηπους, χώνει σε αποθήκες λιγοστά αντικείμενα που κόπτεται να μη χάσει.
Τα υπόλοιπα ή τα χαρίζει, ή τα παρατάει σε κάδους λίγο πριν τη μεγάλη έξοδο.
Συνήθως όμως τα πουλάει, για να πληρώσει τα εισιτήρια της αναχώρησης.
Το πιο παλιό αντικείμενο που εξακολουθεί να κουβαλάει στα εκάστοτε υπόγεια, μετράει ζωή μόλις πέντε ετών.
Ένα παραβάν που τσίμπησε από παράγκα στην πλατεία Αβησσυνίας.
Στα «που θα πας;», δεν απαντάει πια.
«Δεν ονειρεύονται όλοι μια ήρεμη ζωή, με ένα δοκάρι από πάνω τους, τρεις ανθρώπους να γεμίζουν ένα σπίτι και δυο σκύλους.», συνήθιζε να λέει, αλλά βαρέθηκε τις επικριτικές, αφ’υψηλού ματιές τους.
«Έχεις μια ζωή.
Μπορείς να τη ζήσεις, σα μία, σαν δέκα, σαν εκατό ή σαν καμία.
Μπορείς να γεννηθείς σ’ένα αραιοκατοικημένο χωριό και η πιο μακρινή σου απόσταση, να είναι ως την επόμενη κωμόπολη.
Μπορείς και να γυρίσεις τον πλανήτη.
Μπορείς να παντρευτείς τον έρωτα του Λυκείου.
Μπορείς και να τον αφήσεις όμως, περιμένοντας εκείνον της συνειδητοποίησης.
Μπορείς να είσαι ανειδίκευτος και να επαναπαυτείς ως ταμίας σε συνοικιακό σούπερ μάρκετ.
Μπορείς να παραμείνεις ανειδίκευτος, αλλά να ξετρυπώνεις κάθε τρεις και λίγο κάτι νέο για να καταπιάνεσαι.
Μπορείς να ταξιδεύεις σαν τουρίστας, μπορείς όμως και να το ζεις, σα ντόπιος.
Όσες φορές και αν επισκεφτείς έναν τόπο, με τη ματιά του ταξιδιώτη, ποτέ δε θα τον μάθεις.
Θα ακουμπάς, αλλά δε θα αγγίζεις.
Θα μυρίζεις, αλλά δε θα γεύεσαι.
Θα κοιτάς, αλλά δε θα βλέπεις.
Και εγώ τους τόπους, θέλω να τους ρουφάω.
Να τους νιώθω στο πετσί μου.
Να γίνομαι κομμάτι τους.
Να σκαλίζω σε δέντρα, τ’αρχικά μου.
Να κρεμάω σε κορμούς, αγκίστρια.
Να επιστρέφω δέκα χρόνια μετά και να ‘ναι ακόμη εκεί.
Να κοροϊδεύω τη ζωή, να την πολλαπλασιάζω, να τη διαιρώ, να προσθέτω τους ανθρώπους μου, ν’αφαιρώ τους επισκέπτες.
Να πετάω τα αναλώσιμα, να πηγαίνω για τ’άπιαστα.
Να ‘χω μαζί μου, μόνο εκείνον που κουβαλάει στη τσέπη του μπουφάν του, τα διαβατήριά μας.
Και αυτό το «μαζί», κάθε φορά να αλλάζει φόντο.
Γι’αυτό σου λέω, γύρνα στην αποθήκη και πάρε το ψυγείο.
Δε θα μου χρειαστεί.
Κερνάς κούρσα και διόδια και πατσίσαμε.»
– Τελικά για πού πετάτε;
– Για όπου πάει η επόμενη πτήση.