Ένα βράδυ πριν επιβιβαστώ στην πτήση 307 της Aegean με προορισμό το Βενιζέλος κι έχουμε κατασκηνώσει από νωρίς το απόγευμα στο Ραχάτι της Παλιάς Πόλης. Σε έντονα συγκινησιακό κλίμα προσπαθώ να καθησυχάσω τη Σοφία ότι δε θα τη ξεχάσω· και σιγά τα 50 λεπτά πτήσης· κι εκείνη ότι δε θα με αντικαταστήσει. Κάπως έτσι γλυκά ξεκινήσαμε τουλάχιστον. Γιατί όσο τα ποτήρια αδειάζουν και ξαναγεμίζουν με ταχείς ρυθμούς, οι εντάσεις ανεβαίνουν και μαζί μ’ αυτές κι οι αντιπαραθέσεις.
Ειναι αδιανόητο πόσο σκληροί μπορούμε να γίνουμε στα 18 μας. Ιδίως με όσους μετράνε για εμάς. Πόσο εύκολα στήνουμε στο απόσπασμα, κρίνουμε αποκλειστικά εξ ιδίων, νουθετούμε, εκβιάζουμε. Το πρόβλημα ήταν σαφές, συγκεκριμένο, πέρα για πέρα άλυτο και κατά πώς φαινόταν όταν θα φτάναμε στο συντριβάνι της πλατείας, θα χαιρετιόμασταν άνευ φιλιού και υπόσχεσης ότι θα τα ξαναπούμε τα Χριστούγεννα που θα κατέβαινα στο νησί.
Ουδεμία επικοινωνία, το απόλυτο κενό. Εκείνη δεν καταλαβαίνε γιατί να θέλω ν’ αφήσω μια έτοιμη οικογενειακή επιχείρηση στη Ρόδο και πού στο καλό πάω τώρα να μπλεχτώ με σχέδια ζόρικα, σε μια πόλη που θα έπεφταν επάνω μου ωσάν καρχαρίες να με κατασπαράξουν· κι εγώ ν’ αρνούμαι να της επιτρέψω να μην έρθει μαζί μου, έστω δοκιμαστικά για κάποιους μήνες, να διεκδικήσει όσα -αυθαιρέτως- θεωρούσα πώς βαθιά μέσα της επιθυμεί κι εκείνη. Εξυπακούεται πως όσα εκείνη λαχταρούσε στα μάτια μου ήταν φτωχά κι αντιστοίχως τα δικά μου τα έβρισκε μάλλον φαντασμένα. Στα επιχειρήματα και τις επιλογές της απαντούσα με ειρωνεία και ανασηκωμένο φρύδι. Εκείνη με κερνούσε αφορισμό και δυσανεξία. Και κάπως έτσι καταφέραμε να περάσουμε το τελευταίο μας βράδυ στο στέκι μας, μες στην γκρίνια.
Γκρίνια που συνεχίστηκε για μήνες πολλούς. Τόσους πολλούς ώστε όταν τελικά την είδα ξανά, τυχαία, έσερνε μαζί της κι ένα καροτσάκι με μια μπλε κουβέρτα να κρέμεται στο πλάι. Τραγική ειρωνεία, τη συνάντησα λίγα μέτρα πέρα απ’ το Ραχάτι. Κόμπος ψηλά στο λαιμό. Από εκείνους που δεν μπορείς ούτε να ξεροκαταπιείς, ούτε να εντοπίσεις ακριβώς από τι προέρχονται, να κάνεις μια σκέψη γρήγορη, να φύγει η αμηχανία. Και τώρα μιλάνε; Κι αν ναι, τι λένε; Μήπως να στρίψω καλύτερα στο στενό; Να βάλω τα γυαλιά; Πόσο χαζή είσαι, αφού θες να της μιλήσεις, θες τόσα να ρωτήσεις, το παιδί είναι δικό της;
Τα τελευταία χρόνια ενέσω κρίσης, που βεβαίως αποτέλεσε σε πολλούς τομείς ένα ωραιότατο άλλοθι, αυξήθηκαν οι φωνές που ορίζουν τις σχέσεις μας με κριτήρια, ας τα πούμε ταξικά. Και λέω ας τα πούμε, γιατί παρατηρείται ξεχείλωμα του όρου με αμέτρητες προεκτάσεις· ενός όρου που έτσι κι αλλιώς απ’ τη φύση του δεν ασπάζεται το σεβασμό προς τη διαφορετικότητα.
Απόλυτα συγκεντρωμένοι στο προσωπικό μας μικρόκοσμο επιλέγουμε ανθρώπους όχι μόνο με κοινά γνωρίσματα, αλλά με κοινές πορείες, κοινές φάσεις, κοινά γούστα, κοινές φιλοδοξίες. Κι αν δεν τους βρούμε ακριβώς ως τους έχουμε κατά νου, παλεύουμε να τους διαμορφώσουμε. Κόπιες του εαυτού μας που θα μας επιβεβαιώνουν πόσο ορθά έχουμε δράσει ως τώρα, κόπιες που χάρη στα υποστηρικτικά τους χτυπήματα στην πλάτη μας θα μας γλιτώσουν από περισυλλογή, αμφιβολία ή αυτοκριτική. Οι σχέσεις μοιάζουν όντως να γίνονται ταξικές απλώς για να μη χάσουμε το χειροκρότημα. Για να γλυτώσουμε τον κόμπο και την αμηχανία.
Οι παντρεμένοι με τους παντρεμένους, οι ελεύθεροι με τους ελεύθερους, οι καριερίστες με τους καριερίστες, οι μποέμ με τους μποέμ και πάει λέγοντας. Μα αν οι σχέσεις δεν είναι γνώση, μοίρασμα κι ανταλλαγή, για ποιες σχέσεις μιλάμε;
Την ακολούθησα σιωπηλά για περίπου 50 μέτρα και δευτερόλεπτα πριν φωνάξω τ’ όνομά της, γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω και με είδε κι εκείνη. Χαμογέλασε. Τι δύναμη έχει ένα χαμόγελο! Πώς μπορεί μέσα σε δευτερόλεπτα να σε βγάλει από οποιοαδήποτε δύσκολη θέση, τι χαστούκι ήταν αυτό; Πόσες κουβέντες να χωρέσεις μέσα σε 10 λεπτά στη μέση ενός βοτσαλωτού στενού, πόσα νέα να ρωτήσεις, πόσα να προλάβεις να πεις και πόσες συνειδητοποιήσεις της ανοησίας σου ν’ αντέξεις;
Με τους παιδικούς φίλους συμβαίνει το εξής μαγικό· κι ας παραπλανεί ενίοτε. Η επίγευσή τους, όσα χρόνια κι αν περάσουν παραμένει αμετάβλητη, λες και δεν αγγίζεται απ’ τις συνθήκες, τις αλλαγές ή ακόμη και τις σιωπές. Τη στιγμή που θα βρεθούμε με κάποιον που μας ξέρει απ’ την περίοδο που χαράζαμε αρχικά σε προαύλια, μεταμορφωνόμαστε ξανά στον εαυτό του τότε. Ατόφια, γλυκιά νοσταλγία. Συγκίνηση και flashback. Κι αν η κουβέντα όντως προχωρήσει, τότε τα ‘χεις ξανά όλα διάφανα μπροστά σου. Η ανάμνηση παύει να είναι ένα θολό αδιευκρίνιστο καρέ, γίνεται χειροπιαστή, χθεσινή. Γυρνάς στο παιδικό δωμάτιο και ανοίγεις συρτάρια να δώσεις κι άλλο contrast στην εικόνα. Δεν άλλαξες τελικά όσο θες να πιστεύεις.
Μπορεί η νέα εκδοχή σου να φαντάζει στα μάτια του απέναντι αδιάφορη ή κι ενοχλητική, όπως μπορεί κι η δική του να σου προκαλεί αποστροφή ή απορία, αλλά άπαξ και στο τραπέζι πέσει ο παράγοντας αγάπη, στο δεύτερο ποτηράκι έχεις λυθεί, οι άμυνες ολισθαίνουν κι ευτυχώς παρασύρουν μαζί τους τις καχυποψίες, τις αυτοεπιβολές, τη ματαιόδοξη ανάγκη διαφήμισης της τωρινής μας εικόνας. Όλοι έχουμε βρεθεί σε reunion, καταλαβαινόμαστε.
Εκεί όρθιες, με τους τουρίστες να μας προσπερνάνε και να μας σκουντάνε, ντάλα μεσημέρι Αύγουστος μήνας, να παλεύουμε να χωρέσουμε τα νέα των τελευταίων 10 και βάλε ετών σε λιγοστά λεπτά.
Είσαι καλά;
Γελάς;
Πώς πάνε οι δουλειές;
Μικρέ, δες μια παλιά φίλη της μαμάς!
Ρε ‘συ σου πάνε τα μαλλιά έτσι!
Θα μείνεις μέρες;
Γιατί δεν κάνεις κι ένα κοριτσάκι;
Μπορώ να τον αγκαλιάσω;
Βρες με στο facebook!
Όταν ανέβεις Αθήνα πάρε τηλέφωνο. Σημείωσέ το μία.
Βομβαρδισμός. Κοίτα να δεις που ίσως τελικά δεν παραγράφει ο χρόνος τα πάντα. Κοίτα να δεις που όντως η ουσία είναι στ’ απλά. Κοίτα να δεις πόσο ηλίθιοι μπορούμε να γίνουμε οι άνθρωποι.
Υ.γ. Σοφία όταν κατέβω πάμε Ραχάτι. Κι ας κρατάω εγώ στο χέρι τάμπλετ κι εσύ μπιμπερό.