Το σχολείο, οι θεσμοί του, οι εκπαιδευτικές πρακτικές και η εκπαιδευτική διαδικασία, θεωρούνται μηχανισμοί δια βίου μάθησης. Ακόμη κι αν δε λογίζονται από πολλούς ως διαδικασία αιώνια που προκαλεί το άτομο, τόσο σαν μαθητή, όσο και σαν ον, να προβαίνει σε καθημερινή αναζήτηση νέων γνώσεων, ιδεών κι αντιλήψεων, έχουν χτίσει μια συλλογή γνωστικών και συμπεριφοριστικών εργαλείων, που οδηγούν αυτόματα αυτούς που θέλουν να μάθουν σε νέα γνώση, στην ιδέα του διαφορετικού, αναγκάζοντάς τους να κοιτάξουν πέρα από το προφανές.
Προφανέστατα και δε θεωρώ όλους τους εκπαιδευτικούς αρμόδιους ή ικανούς να παρέχουν στον μαθητή αυτά που χρειάζεται κι έχει ανάγκη, ώστε να προχωρήσει στην επόμενη τάξη και να συνεχίσει ομαλά τη ζωή του. Αντίθετα, θεωρώ πως του μεταφέρουν αυτά που «πρέπει» να μάθει, τα οποία τις περισσότερες φορές, δεν του επιφέρουν και τίποτα. Ναι, η ευθύνη δε βαραίνει αποκλειστικά τους εκπαιδευτικούς, αφού εκτελούν εντολές άνωθεν, αλλά δυστυχώς ζούμε σε μια χώρα, που υιοθετεί ένα βαθμοθηρικό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο προσπαθεί να δημιουργήσει υπαλλήλους κι όχι ανθρώπους με ελευθερία σκέψης.
Έτσι, δημιουργείται μια λούπα, θα έλεγες κανείς, που έχεις ως εξής: κοινωνία-οικογένεια-σχολείο. Τρεις σημαντικοί και πρωτογενείς τομείς της ζωής μας, μάς προσφέρουν αυτά που μπορεί και να μη μας βοηθήσουν, δημιουργώντας την εντύπωση πως είναι ωφέλιμα για μας. Αυτό έχεις ως αποτέλεσμα να επιφέρει πιέσεις στα παιδιά, οι οποίες οδηγούν σε αρνήσεις συμμετοχής στην εκπαιδευτική διαδικασία κι εγκατάλειψη του ακαδημαϊκού χώρου. Τα παιδιά από μόνα τους δεν επιλέγουν να αφήσουν τη μάθηση, αλλά υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες κι ορισμένες ενέργειες, που τα ωθούν προς αυτή την κατεύθυνση.
Στις μέρες μας, κυριαρχεί πολύ το ερώτημα αν θα πρέπει οι γονείς να συμμετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία. Οι απαντήσεις που έχουν δοθεί πολλές, οι απόψεις που υφίστανται ακόμη περισσότερες κι οι απορίες αμέτρητες. Οι περισσότεροι, ακούγοντας τη φράση «συμμετοχή των γονέων στην εκπαιδευτική διαδικασία», θεωρούν ότι αναφερόμαστε στη δυνατότητα του οικογενειακού περιβάλλοντος να διαθέτει τις ίδιες ικανότητες κι ευκαιρίες συμμετοχής στη μάθηση με τον ειδικό εκπαιδευτικό. Σαφώς και κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Όπως όλες οι ομαδικές διαδικασίες βασίζονται στη δουλειά του καθενός ξεχωριστά και στην αρμονική συνύπαρξή τους, έτσι κι η εκπαιδευτική διαδικασία, ούσα μια διαδικασία συνεργασίας και πολλών σταδίων, προκειμένου να έχει θετικά αποτελέσματα, οφείλει ο καθένας να λειτουργεί από τη δική του σκοπιά.
Τις ενέργειες και τις δράσεις του εκπαιδευτικού τις έχουμε αναλύσει ουκ ολίγες φορές, αλλά αυτές των γονέων χρήζουν μεγάλης προσοχής και παρατήρησης. Είναι αναμενόμενο όλοι οι γονείς να αισθάνονται άγχος και να επιθυμούν τα καλύτερα για το παιδί τους. Ίσως αυτό είναι που τους παρασέρνει τις περισσότερες φορές να αντιδρούν με υπερβολικό τρόπο και πίεση. Σε πρώτο στάδιο, οφείλουν να καταλάβουν το ίδιο το παιδί, τις ανάγκες του και τις δυσκολίες που είναι πιθανό να αντιμετωπίζει. Έπειτα, οφείλουν να κατανοήσουν ότι δεν είναι συνεχιστής (απαραίτητα) των ιδεών τους. Το παιδί είναι κι αυτό άνθρωπος, με δικά του χαρακτηριστικά, δικό του τρόπο σκέψης, αντίληψη και πεποιθήσεις. Δεν μπορούν αυτά να αγνοηθούν από το οικογενειακό πλαίσιο. Ο γονέας, έρχεται σε καθημερινή επαφή με το παιδί από τη στιγμή της γέννησής του. Γνωρίζει σχεδόν τα πάντα που διαμόρφωσαν τον μέχρι τότε χαρακτήρα και συμπεριφορά του. Γνωρίζει ως κάποιο βαθμό, πώς μαθαίνει, πώς αντιδράει σε ορισμένες καταστάσεις και πώς μπορεί να ηρεμήσει σε δύσκολες γι’ αυτό στιγμές. Κατά την άποψή μου, έτσι θα έπρεπε να λειτουργεί ο γονέας, ενημερώνοντας στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς τον εκπαιδευτικό και ξεκινώντας μια σχέση αλληλεξάρτησης κι εμπιστοσύνης.
Δεύτερη σημαντική παράμετρος για τον γονέα είναι η επίδραση που έχει προς το παιδί. Αναμφίβολα, ο γονέας αποτελεί το πρώτο παράδειγμα για τον νέο, ειδικά στις πρώτες ηλικίες, με αποτέλεσμα να δέχεται άκριτα, οτιδήποτε παρουσιαστεί ως σωστό από τον οικογενειακό κύκλο. Εν ολίγοις, από τα πρώτα του ηλικιακά και μαθησιακά στάδια, το παιδί θα πρέπει να λαμβάνει σωστές βάσεις κι ιδέες από τον οικογενειακό κύκλο και να μην υιοθετεί αντιλήψεις πως πρέπει να βαδίζει σύμφωνα με τα οικογενειακά πρότυπα, γιατί τις περισσότερες φορές αυτό οδηγεί σε στασιμότητα, στεγανά και λάθη.
Καθίσταται σαφές πως και ο ρόλος της οικογένειας είναι σημαντικός στην εκπαιδευτική διαδικασία. Θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι αφανής, αλλά δεσπόζουσας σημασίας για την πρωταρχική και μετέπειτα μαθησιακή και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου οι περισσότεροι γονείς μένουν αμέτοχοι ή παρεμβαίνουν με ημιμάθεια, καλό θα ήταν να λάβουμε πιο ενεργό ρόλο ως οικογένεια προς το παιδί, αλλά όχι καταπιέζοντάς το. Για αλλαγή ας επιδιώξουμε να το καταλάβουμε, να δημιουργήσουμε μαζί του μια σχέση εμπιστοσύνης. Και τότε, πολλά όμορφα πράγματα μπορεί να συμβούν.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου