Είναι η φωνή την οποία ακούμε στα αστικά και κατεβάζουμε ακουστικά. Τα χέρια που κουνιούνται παθιασμένα και κουμαντάρουν τον αέρα σε μια άκρη του δρόμου. Είναι αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος θα κάνει σκηνή γιατί ένα γεγονός δεν του φάνηκε δίκαιο.

Και στην τελική, γιατί να μην το κάνει; Αισθάνεται ότι κάτι τον ενοχλεί και το λέει. Μπορεί να ξινίζει τη γεύση μερικών και τα αδιάφορα βλέμματά τους, αλλά δεν μπορεί να μην ακούει τη φωνούλα εκείνη μέσα του που λέει «Δεν κατάλαβες καλά, φίλε. Καθόλου καλά».

Τον καταλαβαίνεις από το περπάτημα. Είναι ήρεμο κι ήσυχο. Δεν επιζητάει την προσοχή, ούτε όταν περπατάει σείεται ο κόσμος. Απολαμβάνει και παρατηρεί. Με χέρια στις τσέπες είτε ελεύθερα. Αυτό που κεντρίζει, όμως, είναι το βλέμμα του.

Επειδή κοιτάζει συνειδητοποιημένα. Κοιτάει και παρατηρεί κι αναλύει τις καταστάσεις όσο πρέπει. Φαίνεται ότι είναι δίκαιος. Και το καταλαβαίνεις κι όταν σταματήσει στην άκρη, όχι για να καβγαδίσει, αλλά για να συζητήσει.

Άνθρωποι είμαστε, όμως, κι ανθρώπινα τα πάθη. Κι όταν ακούσεις υψηλούς τόνους φωνών να τις συνοδεύει μία εξίσου δυνατή χροιά, μην τον παρεξηγήσεις. Είναι η προσπάθεια της λογικής να υπερισχύσει. Μην περιμένεις να ακούσεις μία φωνή με στριγκλιές και θυμό. Η φύση της φωνής κι η στρατηγική της είναι τέτοια για να ακουστεί το δίκαιο.

Η κίνησή του δεν ακολουθεί παρ’ όλα αυτά μόνο σωματικές επιταγές. Ναι και τα χέρια του θα κουνήσει για να δώσει στην απέναντι πλευρά να καταλάβει και το σώμα του θα βρίσκεται σε ένταση σε περίπτωση που συναντήσει τοίχους. Αλλά η κίνησή του αφορά ακριβώς αυτήν την κατεύθυνση της δικαιοσύνης του.

Δεν είναι ο άνθρωπος ο οποίος θα «ψάξει» μπελάδες για να χωθεί και να το παίξει κάποιος. Δεν τον ευχαριστεί, ούτε καν τον ενδιαφέρει αυτού του είδους η ασχολία. Του αρέσει η συζήτηση, η υγιής απεμπλοκή του μυαλού και των κλειστών οπτικών γωνιών. Κυκλοφορεί με αυτή την αντίληψη-βαριοπούλα για να γκρεμίσει τοίχους, τους οποίους κι αυτός κάποτε είχε.

Όχι δεν είναι τέλειος ούτε κι υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Πολύ απλά, όταν δεν υπάρχει η πλευρά της λογικής σε μiα διαφωνία, τρέχει να τη στηρίξει. Σε αντίθετη περίπτωση, υποστηρίζει όσο πιο θερμά μπορεί μία ήδη υπάρχουσα φωνή.

Θα αποφύγει να βρίσει και να χαλαστεί, αλλά και να χαλάσει διαθέσεις. Σίγουρα, όταν βρεθεί μόνος θα βρει τον τρόπο του να εκλύσει αυτά τα συναισθήματα. Ξέρει, άλλωστε, τον εαυτό του και τους τρόπους με τους οποίους ηρεμεί.

Το σύνολο των τρόπων και των συναισθημάτων είναι πιασμένο χέρι-χέρι με το πόσο αποφάσισε να εμπλακεί στην κάθε περίσταση. Γιατί, όσο πιο πολύ πήρε την απόφαση να μιλήσει, τόση περισσότερη αντιπαράθεση θα συνάντησε. Αντιπαραθέσεις με πρωταγωνιστές το υπέροχο –ειρωνικά πάντα– «εσύ τι χώνεσαι;».

Φυσικά όλα αυτά εξαρτούνται κι ανάλογα και με το πόσο «χώθηκε» σε παρόμοιες περιστάσεις στο παρελθόν. Όσο πιο πολύ κάθισε κι ασχολήθηκε με μονόπλευρες συζητήσεις και κουβέντες απρόσωπες, τόσο πιο πολύ κατανόησε ότι ο κόσμος έχει ήδη αρκετά προβλήματα. Δε θα κάτσει να δημιουργήσει κι άλλα, γιατί πολύ απλά επιθυμεί να τα λύνει ένα-ένα. Είναι η ευσυνειδησία, η οποία μιλάει. Η αχρείαστη διαμάχη, που κάνει αυτήν την ευσυνειδησία να φουντώνει και να αποκτάει στόμα δικό της και μιλιά.

Μόλις αντικρίσει αδικία κι ανισορροπία δυνάμεων, σπεύδει να εκφραστεί. Ποντάρει το βάρος των λεγόμενών του και την αξιοπρέπειά του. Ρισκάρει να μιλήσει και να φωνάξει με σώμα και ψυχή.

Στην τελική, ξέρει ότι θα τσαλακωθεί, αλλά ο κόσμος δεν είναι ήδη αρκετά τσαλακωμένος;

 

Επιμέλεια Κειμένου Κωνσταντίνου Θράβαλου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Θράβαλος