Είτε μουσικός ωδείου είτε μουσικός του δρόμου, θέλησε να μάθει ένα όργανο και ξεκίνησε απ’ το γρατζούνισμα. Δεν ήταν ωραίο γρατζούνισμα στην αρχή όμως. Ενίοτε έσπαγαν ποτήρια και πιάτα, ξυπνούσε η γειτόνισσα έξαλλη κι οι ίδιοι οι γονείς αναρωτιόντουσαν αν πρέπει να ακούγεται ένα όργανο έτσι.
Η ηλικία δεν παίζει ρόλο σε αυτό, εννοείται. Σπάει άνετα πιάτα και στην εφηβεία του κι ως ενήλικας, ενώ να μην ξεχάσουμε ότι όλα τα σκυλιά της γειτονιάς, είχαν τεντωμένα αυτιά σε αυτόν.
Παρ’ όλο που υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δυο ειδών μουσικών και δε συγκλίνουν απόλυτα, δεν είμαστε εδώ για να τις αναλύσουμε. Μην τις κοιτάτε καν. Ένας άνθρωπος κάθισε να μάθει ένα όργανο. Αυτό από μόνο του φτάνει και περισσεύει.
Θέλει, λοιπόν, μεγάλες θυσίες για να μάθει ένα όργανο. Θέλει να επενδύσει πολύ χρόνο και κόπο. Θέλει να ακυρώσει βόλτες κι εξόδους, καφέδες, ποτά και να κάτσει να μελετήσει πολλές ώρες, να σηκώνει τηλέφωνα μονάχα αφού έχει βγει αυτό που θέλει να βγει, η μουσική.
Θέλει να την εντάξει σε οποιοδήποτε χρονισμό της ζωής του, ενεργά και με πειθώ. Αν δεν το κυνηγήσει αυτός ο ίδιος με νύχια και με δόντια, απλώς δε θα έρθει.
Δεν είναι, οπότε, η τεχνική, ούτε το πώς θα κρατάει το όργανο. Είναι να παίζει ένα κομμάτι, ώστε να περάσει ένα μήνυμα στους ανθρώπους, που το ακούνε. Κι ο σκοπός είναι να μετατρέψει το «ακούνε», στο «αφουγκράζονται». Αυτή είναι η πιο απαιτητική πρόκληση για έναν μουσικό κι εκεί φαίνεται η τέχνη του.
Αν το καταφέρει αυτό, τότε έχει καταφέρει τα πάντα· αλλά και τίποτα ταυτόχρονα. Γιατί για κάθε καινούργιο κομμάτι, πρέπει να βάλει τη δική του προσωπική αντίληψη και γούστο πάνω στο χαρακτήρα του κομματιού ώστε να αναμειχθούν αρμονικά μεταξύ τους.
Το αποτέλεσμα; Εσύ ακούς τη μουσική και πίνεις τις ρετσίνες σου ή τα ούζα σου ή και σε μία αίθουσα ακούγοντας κλασική μουσική. Σε κάποιο σημείο ανατριχιάζεις. Αν έχει συμβεί αυτό, τότε έχεις απέναντι σου καλούς μουσικούς. Εκτός αν είσαι έξω όλη μέρα και είσαι πτώμα. Τότε τράβα ξεκουράσου.
Όσο εσύ πληρώνεις το λογαριασμό, χαιρετάς την παρέα σου και κανονίζετε την επόμενη έξοδο ή την επόμενη σας στάση σε μαγαζί, τα φώτα χαμηλώνουν. Η αυλαία παραμένει ανοιχτή για λίγο ακόμα, μέχρι να ρίξεις δυο-τρεις φευγαλέες ματιές στους μουσικούς και κλείνει κι αυτή. Η σιωπή συνοδεύει πρόθυμα τα χέρια που πονάνε, τη μέση και τους ώμους επίσης.
Είναι, βλέπετε, η μουσική σαν τη γυμναστική. Όπως ένας αθλητής προετοιμάζει τον εαυτό του με σκληρή διατροφή και καθημερινή εξάσκηση, έτσι κάνει κι ο μουσικός. Οι πόνοι, και στις δυο περιπτώσεις, βρίσκονται σε συνεχή εγρήγορση. Ευτυχώς, εξαιρείται η συγκεκριμένη διατροφή – ας μη λέμε ψέματα, δεν κάνει.
Ωστόσο πρέπει να υπάρχει η καθημερινή τριβή με το όργανο. Και δεν είναι ολιγόλεπτη. Όση διευκόλυνση προσφέρει το να μη σκέφτεσαι πόσους υδατάνθρακες καταναλώνεις, τόση δυσκολία υπάρχει στη διαβίωση των μουσικών. Δεν είναι εύκολη.
Ένας μουσικός του δρόμου έχει να αντιμετωπίσει τις συνθήκες του δρόμου· εκεί παίζει άλλωστε. Άσχημες καιρικές συνθήκες ή όχι, πιστόλια στα κανονισμένα του μεροκάματα ή περπάτημα σε όλη την πόλη για να βρεις ένα σημείο να κάτσεις και να βγάλεις το ψωμί σου. Το βλέμμα του κόσμου, το οποίο είναι ποτισμένο ή με λύπη ή με αδιαφορία. Αυτό το βλέμμα, προσπαθούν να το γεμίσουν ελπίδα και ζωή με τη μουσική.
Απ’ την άλλη, ένας κλασικός μουσικός τρέχει σχεδόν όλη την εφηβική ζωή του στο ωδείο για να τρέχει, ως ενήλικας, όλη μέρα σε πρόβες με ορχήστρες και σύνολα με τρία ή τέσσερα άτομα, ενώ έχει και να μελετήσει πάνω στο όργανό του. Οι αποστάσεις; Εξίσου δύστροπες και μεγάλες. Σε πολλές περιπτώσεις περπατάει πολύ για να φτάσει από τη μία πρόβα στην άλλη, ενώ το να βγάλει το ψωμί του, συμφωνεί σχεδόν με των μουσικών του δρόμου.
Γυρνάει σπίτι να μελετήσει κι από την κούραση της μέρας, δεν μπορεί να βγάλει ποιοτική δουλειά. Θυμώνει και τα παρατάει για λίγο. Καταπιάνεται εκ νέου μετά από λίγη ώρα. Δεν υπάρχει ταβάνι στο διάβασμα. Όσο αντέχουν τα δάχτυλα πάνω στο όργανο, τόσο θα κάτσει να διαβάσει. Ακόμα κι όταν τελειώσει η μελέτη του και είναι ξεκάθαρα εξαντλημένος.
Ένα εξαντλημένο εξωτικό πουλί, όπως το κοιτάει ο κόσμος, το οποίο θεωρείται πολύ εκλεπτυσμένο, καθώς είναι μουσικός κλασικής πάστας. Γι’ αυτό σε ένα μεγάλο ποσοστό θεωρείται λίγο αρπαγμένος και σνομπ. Όσον αφορά το «αρπαγμένος» θα συμφωνήσουμε όλοι όσοι γνωρίζουμε κλασικούς μουσικούς.
Είναι κι οι δυο άνθρωποι με όνειρα και παλεύουν κι οι δυο να αναγνωριστούν, να τους ακούσουν να παίζουν, να συγκινήσουν και να συγκινηθούν. Γνωρίζουν κόσμο, μιλάνε και συνεννοούνται μεταξύ τους στην ίδια γλώσσα. Ανταλλάσσουν απόψεις με το να βγάλουν τα όργανά τους και να παίξουν κάτι παρέα.
Δεν τους ενδιαφέρει το πού, σημασία έχει να ανακαλύψουν τι παραπάνω μπορεί να προσφέρει η μουσική. Μέσα στην προσπάθειά τους αυτή, έρχονται αντιμέτωποι με Θεούς και δαίμονες. Οι πιο πολλοί, μάλιστα, υπάρχουν μέσα στο μυαλό και στα δάχτυλά τους.
Επιμέλεια Κειμένου Κωνσταντίνου Θράβαλου: Πωλίνα Πανέρη