Αναρωτιέμαι πώς φτιάχτηκε το φιλί σου. Από πόσα κόκκινα μικρά ή μεγάλα, λεπτά ή φουσκωμένα, κύματα πέρασε. Πόσες γουλιές σάλιου αντάλλαξες. Πόσους ουρανίσκους εξερεύνησες. Αναρωτιέμαι και δαγκώνω τα χείλη μου. Αλλά δε θα τα ανοίξω. Δε θα ρωτήσω. Δε θέλω να ξέρω.
Το ξέρω πως σκαρφάλωσες πολλά βουνά με τα χέρια σου. Με τις άκρες των δαχτύλων σου. Άλλα θα ήταν ψηλά κι άλλα μικρότερα ή απλά μικρά. Κάποια θα έμοιαζαν με βράχο στο άγγιγμα και κάποια με σύννεφο. Και κάπου ανάμεσα στα βράχια και στα σύννεφα απέκτησε το χέρι σου άγγιγμα. Αλλά δε θα την ανοίξω αυτήν την πόρτα. Δε θέλω να ξέρω τι βρίσκεται από πίσω.
Μη νομίζεις πως δε μυρίζω τα σεντόνια που σε κοίμισαν -ή σε κράτησαν ξύπνιο. Εκείνα που τυλίχτηκες με αυτά, τα λέρωσες, σε σκέπασαν, σε ζέσταναν, σε ίδρωσαν. Μη νομίζεις πως δεν ξέρω ότι υπάρχουν. Κάπου απλωμένα. Κάπου στρωμένα απ’ την αρχή. Αλλά αρνούμαι να τα ξεδιπλώσω, να τα αφήσω να απλωθούν, να με σκεπάσουν. Αρνούμαι. Ξέρω. Αλλά δε θέλω να ξέρω.
Μη νομίζεις πως δεν ακούω τις φωνές τους. Τα αστεία σας. Τις δικές σας, τις ολόδικές σας, εκφράσεις. Εκείνες που λένε αυτά που μόνο εσείς καταλαβαίνετε. Που πήραν σχήμα και μπόι μετά από πολλές ώρες ξάπλας στον Προκρούστη. Που τράβαγες εσύ απ’ τη μία κι εκείνη απ’ την άλλη. Μέχρι να μάθετε τα κόμματα και τις τελείες σας. Μη νομίζεις, λοιπόν, πως δεν ξέρω να διαβάζω. Ακούω τη φωνή της, με ένα μικρό χαμόγελο στο «λοιπόν» που βάζεις στο τέλος. Νιώθω τον τρόπο που χειριστήκατε ο ένας στον άλλον στον τρόπο που χειριστήκατε τον λόγο σας. Αλλά θα μείνω στην τελεία. Την τελευταία απ’ τις τρεις που βάζεις ακόμα.
Το αποφάσισα, όμως∙ τελεία και παύλα. Να μην προσπαθήσω να γεμίσω πατημασιές άλλων. Δε με νοιάζει αυτός ο δρόμος. Δεν ψάχνω αυτόν τον τύπο, άλλωστε. Αυτόν που ήσουν χθες. Αυτός ο τύπος ανήκει σε άλλη γυναίκα. Δε θέλω να τον ξέρω. Ξέρεις τι θέλω; Να μάθω εσένα. Σήμερα. Όχι πέντε αγκαλιές πίσω. Εσένα σήμερα. Χωρίς τις αποσκευές σου. Χωρίς τις διαδρομές σου. Μου φτάνει που είσαι εδώ.
Θέλω να μάθω εσένα κι εσύ εμένα σήμερα, σαν να μην ξέρουμε όσα μας δίδαξαν τα ταξίδια μας. Να ξεχάσουμε εκείνη τη φορά που μπορεί να ταξιδέψαμε business class, αλλά τα παράθυρα ήταν κλειστά και στο αεροδρόμιο τελικά δε μας περίμενε κανείς. Ας ξεχάσουμε κάποιο ταξίδι που μπορεί να ξεκίνησε σαν βόλτα, αλλά έγινε περιπέτεια και χαθήκαμε. Ας ξεχάσουμε τα διαβατήριά μας, τις ουλές απ’ το σαφάρι, τα καψίματα από τον ήλιο, τα σημάδια απ’ τα κρυοπαγήματα. Ας αδειάσουμε τις βαλίτσες με τα «απαραίτητα» για την προστασία μας. Δε θα τα χρειαστούμε. Γιατί εμείς πάμε κάπου αλλού.
Μόνο εσύ κι εγώ. Σε άγνωστη διαδρομή. Να ξεκινήσουμε μπουσουλώντας, να πιαστούμε ο ένας απ’ τον άλλον και να μάθουμε να περπατάμε. Να μάθουμε να μιλάμε, να ακούμε. Και να ακούσω το όνομά μου σαν να το ακούω για πρώτη φορά. Και να πω το δικό σου σαν να ‘ναι η πρώτη λέξη που έμαθα να λέω.
Παράτα, λοιπόν, τους εαυτούς που μοιράστηκες, τα ονόματα που απόκτησες, τις λέξεις που έμαθες. Παράτα αυτό που έμαθες απ’ το ένα νησί στο άλλο. Έλα να με βρεις αναλφάβητος κι αδαής. Έλα να γνωριστούμε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη