Σε ένα κομμάτι χαρτί της έγραφε τις σκέψεις του. Κομμάτια από ‘κείνη. Κι ήθελε να μοιραστεί μαζί της αυτά τα κομμάτια της. Αυτά που ζούσαν στο κεφάλι του. Αυτή που ζούσε στο κεφάλι του. Ήθελε να ξέρει τη ζωή της, όπως εκείνος την φανταζόταν. Και κάθε πρωί έδινε αυτό το κομμάτι χαρτί στον ταχυδρόμο. Ή σε κάποιο παιδί που περνούσε με το ποδήλατό του και κάποια στιγμή θα περνούσε μπροστά κι απ’ το σπίτι της.
Κανείς δεν ήξερε τι βρισκόταν διπλωμένο μέσα σε αυτό το χαρτί. Ποιον εγωισμό τσαλάκωνε σε μία σελίδα και ποια ταραχή γλιστρούσε απ’ τη μύτη του στιλό κι έχανε το «άλφα» τη στρογγυλή του φόρμα κι έπεφτε το «πι» λίγο κάτω απ’ τη γραμμή και το «λάμδα» χαμήλωνε το βλέμμα του, απελπισμένο στη σκέψη ότι όλα αυτά είναι μόνο σκέψεις.
Κανείς δεν ήξερε, αλλά όλοι ήξεραν ότι ήταν για εκείνη. Όλες του οι σκέψεις. Όλη του η προσοχή. Όλη του η προσπάθεια. Γιατί, κάποτε, το φλερτ ήθελε προσπάθεια. Ήθελε κομμάτια αρωματισμένου χαρτιού κι αγωνία για τα χέρια που θα περάσει μέχρι να φτάσει στα δικά της ή στα δικά του. Ήθελε υπομονή. Προσμονή κι αγωνία που μεγάλωνε μαζί με την επιθυμία. Ήθελε κόκκινα μάγουλα απ’ την αμηχανία της έκθεσης, της αποκάλυψης του ερωτικού ενδιαφέροντος. Ήθελε θάρρος. Γιατί κανείς δεν ήξερε, αλλά όλοι ήξεραν.
Κάποτε το φλερτ ήταν ένας χορός εντυπωσιασμού. Με κινήσεις, μικρές ή μεγάλες που ακολουθούσαν η μία την άλλη με συνέπεια, μέχρι αυτή η συνέπεια να γίνει εμπιστοσύνη. Μέχρι τα τσαλακωμένα χαρτιά να γίνουν κάτι παραπάνω από ραβασάκια. Μέχρι να γίνουν γραπτή υπόσχεση. Διπλωμένη και φυλαγμένη στον κόρφο της. Ή κάτω απ’ το μαξιλάρι της. Ή μέσα στο κουτάκι του καπνού. Κι ήξερε πως το φλερτ ήταν για εκείνη. Γιατί τότε, ήθελε προσπάθεια, κι υπομονή, και θάρρος. Τότε ήταν επιλογή. Όχι σπορ.
Όχι δυο-τρεις εύκολες λέξεις σε μια οθόνη. Που όσο γρήγορα τις γράφεις, τόσο γρήγορα διαβάζονται σε μια άλλη οθόνη. Χωρίς καν την προσπάθεια να σκεφτείς δεύτερη φορά τι γράφεις, πώς θα διαβαστούν. Είναι πολύ αργά. Έχεις ήδη πατήσει “send”. Αλλά και τι έγινε; Δεν είναι τίποτα παραπάνω από δυο-τρεις βλακείες που έγραψες όσο περίμενες τον καφέ σου. Όσο βαριόσουν. Τώρα αν ο άλλος τις διαβάσει «λάθος», δικό του πρόβλημα.
Και στην τελική, δεν έκρυψες ότι είσαι αλλού. Εσύ ευγενικός/η ήσουν. Και τίποτα παραπάνω. Τώρα, αν έκανες και κανένα αστείο παραπάνω, αν σου ξέφυγε και κάποιο κομπλιμέντο, δε σημαίνει κάτι. Θα χαθεί στην άβυσσο του διαδικτύου. Είσαι ασφαλής. Κι όταν επιτέλους ο καφές σου είναι έτοιμος, χαμογελάς στον νεαρό που σου τον δίνει. Και, για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, το χαμόγελό σου παγώνει πιο πολύ κι απ’ το χέρι σου που κρατάει τον καφέ με τα παγάκια, που χτυπιούνται μεταξύ τους απ’ τις αναταράξεις. Και ταράζεσαι στη σκέψη και μόνο ότι το ταίρι σου μπορεί να ανταλλάσσει τέτοια αθώα μηνύματα με κάποια άλλη οθόνη. Που ξέρεις ότι δεν είναι τίποτα, ότι δε σημαίνουν τίποτα απολύτως, γιατί το κάνεις κι εσύ, αλλά δε σου φτάνει αυτή η λογική, ευγενική, εξήγηση. Γιατί τα ξέρεις εσύ αυτά τα «τίποτα» που όλο και «κάτι» μπορεί να ‘ναι τελικά. Κι ο καφές σου σού πικραίνει τον ουρανίσκο και σου κάνει το στομάχι να συστέλλεται και να διαστέλλεται, σαν να σε ‘χει ανεβάσει ο δάσκαλος στον πίνακα και να μην ξέρεις τη λύση στην εξίσωση.
Βλέπεις το ταίρι σου απ’ την απέναντι μεριά. Να κοιτάζει την οθόνη καθώς προχωράει προς εσένα. Χωρίς να κοιτάζει εσένα. Μόνο την οθόνη. Μπορεί απλά να κοιτάζει την ώρα, μήπως κι άργησε στο ραντεβού σας. Ή μπορεί να πατάει το “send” χωρίς να το πολυσκεφτεί. Αστείες φατσούλες, κοροϊδευτικές, με τη γλώσσα έξω ή ακόμα και φατσούλες που βγάζουν καρδιές απ’ τα μάτια. Κι η δικιά σου καρδιά σφίγγεται. Με τις φατσούλες που φαίνονται τόσο αθώες. Σχεδόν παιδικές. Αλλά δεν είναι τίποτα.
Ένα ασφαλές, εύκολο, παιχνίδι. Με εύκολες λέξεις που δεν πολυσκέφτεσαι. Που όσο εύκολα γράφονται, τόσο εύκολα σβήνονται. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Χωρίς προσπάθεια, χωρίς ευθύνη, χωρίς πραγματική επιλογή. Γιατί το κάνουν όλοι. Και μέσα σε αυτήν την πληθώρα μηνυμάτων, τα δικά σου μπορεί να μη βρίσκονται πια πάνω-πάνω. Μπορεί να μην είναι και τόσο σημαντικά. Ούτε εσύ.
Και το παιχνίδι συνεχίζεται. Μέχρι να μην είναι πια παιχνίδι. Και δεν είναι. Όχι για εσένα. Γιατί τώρα, κάθε φορά που η οθόνη ανάβει, τα μάτια σου μεγαλώνουν και με την άκρη τους προσπαθούν να δουν αυτά που φοβάσαι. Κι αυτός ο εκνευριστικός ήχος της ειδοποίησης φτάνει στα αφτιά σου σαν σειρήνα ασθενοφόρου που σπεύδει στο σημείο του ατυχήματος. Κι είναι ατύχημα, ή μάλλον δυστύχημα, αυτό που συμβαίνει στο κεφάλι σου. Αυτά τα μικρά καρφιά αμφιβολίας που σου κάρφωσαν την ιδέα ότι μπορεί να φλερτάρει.
Και δεν καταλαβαίνει αυτήν την έκφραση δυσφορίας στο πρόσωπό σου, κάθε φορά που το σφυρί καρφώνει ένα ακόμα. Ούτε μπορείς να το πεις, γιατί δεν είναι λογικό. Δεν είναι ευγενικό. Και χώνεσαι κι άλλο στην οθόνη σου. Και χώνεται κι άλλο στην οθόνη του/της. Και χάνεστε σε παραθυράκια κι ανοιχτά για άλλους.
Γιατί είναι εύκολο.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη