Στην ντουλάπα μου έχω διάφορες στολές. Της εργαζόμενης, της fit, της καλής νοικοκυράς, της άνετης. Της καθημερινής και της σαββατιανής. Της μέρας και της νύχτας. Η αγαπημένη μου, όμως, είναι αυτή που δε φοράω ποτέ. Γιατί είναι επικίνδυνη. Αυτή που έχω καταχωνιάσει στη γωνία κι από πάνω της έχω ρίξει ένα σακάκι σοβαρό. Γιατί είναι σαχλή. Είναι και καλοκαιρινή και χειμωνιάτικη. Είναι για την εποχή που δε θα νιώθεις ούτε κρύο ούτε ζέστη. Που θα τα νιώθεις όλα μαζί.
Η αγαπημένη μου στολή είναι γυαλιστερή, με κεντημένα παράσημα που λαχταράει να κερδίσει. Γιατί δεν έχει βγει ακόμα απ’ την ντουλάπα. Περιμένει μία μάχη αντάξιά της. Η αγαπημένη μου στολή είναι μία πανοπλία που με αφήνει εκτεθειμένη. Ευάλωτη. Αποκαλύπτει τα αδύναμα σημεία μου στον εχθρό. Μήπως και γίνουν αδυναμία του. Και τον κερδίσω.
Γι’ αυτό την κρύβω καλά, να μην τη δει κανένας. Να μη με δει κανένας. Μέχρι να βρεθεί εκείνος ο αντίπαλος που θα με αναγκάσει να γίνω σαχλή κι επικίνδυνη. Γιατί δεν είναι πόλεμος χωρίς άξιο αντίπαλο. Και δεν είναι έρωτας αν δεν είναι πόλεμος.
Πες μου, τι αξία έχει να κατακτήσεις τον παραδομένο; Ή τον αδαή που υποτιμά τον αντίπαλό του. Ή ακόμα χειρότερα, είναι ήττα η νίκη που δε διευρύνει τα σύνορά σου. Γι’ αυτό σε ρωτάω, τι αξία έχει η νίκη, αν δεν αναμετρηθείτε σώμα με σώμα; Μυαλό με μυαλό. Βλέμμα με βλέμμα.
Γι’ αυτό, λοιπόν, σήμερα η πανοπλία μου θα βγει απ’ την κρυψώνα της. Για εσένα. Περίμενε πολύ καιρό. Μήνες. Χρόνια. Το ξέρω, δε θα το πίστευες αν στο έλεγα. Δε σκοπεύω να στο πω έτσι κι αλλιώς. Σιγά μη σου δώσω το προβάδισμα. Την πρώτη επίθεση. Έτσι εύκολα; Όσο εύκολα αμφισβητείς ότι τη φυλούσα μόνο για εσένα. Και μου αρέσει. Που είσαι σε άμυνα. Που φοβάσαι να με πιστέψεις. Γιατί έχω κάτι να κερδίσω. Κι απόψε θα μονομαχήσουμε. Θα αναμετρηθούμε. Να δούμε αν τα «όχι» σημαίνουν «ναι». Κι αν τα «ποτέ» είναι τα «πάντα» που κοροϊδεύουμε. Θα μετρηθούμε, για να δούμε αν ο ένας χωράει στον άλλον.
Φοράω την πανοπλία μου. Και ντρέπομαι λίγο γιατί δε με έχω ξαναδεί έτσι. Και φοβάμαι λίγο. Γιατί αφήνει την πλάτη μου απροστάτευτη και τον λαιμό μου εκτεθειμένο. Θέλω να σε αποπλανήσω, να σε παραπλανήσω, να μουδιάσουν τα χέρια σου όταν με δεις. Θέλω να θέλεις περισσότερο από όσο φοβάσαι. Αλλά, κυρίως, θέλω να μου αποδείξεις ότι άξιζες την πανοπλία μου. Ότι θα προσέξεις τον τρόπο που θα κινούμαι σε αυτήν. Θα εκτιμήσεις τις αδυναμίες μου που θα σου επιτρέψω να δεις. Ίσως γίνουν και δικές σου. Κι αν είσαι ο αντίπαλος που εύχομαι να είσαι, ίσως ακόμα και να καταλάβεις. Ότι θα το κάνω να φαίνεται εύκολο, ενώ τα πόδια μου θα λυγίζουν κάτω από το μακρύ ύφασμα.
Θέλω να με ακολουθείς με τα μάτια σου όσο θα κάνω κύκλους γύρω σου. Να μυρίζω την ταραχή σου όταν τυχαία σε ακουμπήσω. Να κοιτάζω αδιάφορα τον κόσμο, ενώ στην πραγματικότητα ψάχνω τον στόχο μου. Εσένα. Να προσπαθώ να σου φανώ έξυπνη όσο εσύ προσπαθείς να μου φανείς ήρεμος, σχεδόν αδιάφορος. Θέλω να γυρνάμε γύρω-γύρω από τις φοβίες μας που τόσο στρατηγικά κρύβουμε. Και βλέπω ότι τις βλέπεις. Και ξέρεις ότι τις ξέρω.
Γι’ αυτό κάνουμε μερικά βήματα πίσω. Ο ένας για να πάρει μπίρα. Ο άλλος για να πάρει αέρα. Κερδίζουμε χρόνο για να αναδιοργανώσουμε τις σκέψεις μας. Να καταστρώσουμε σχέδιο διαφυγής. Αλλά γυρνάμε ο ένας στον άλλον. Χωρίς συγκρατημένα χαμόγελα και βλέμματα που ψάχνουν ασφάλεια στο έδαφος. Εκεί που εγκαταλείπουμε ένα-ένα τα «όπλα» μας.
Απόψε φόρεσα την πανοπλία μου για να παραδοθώ. Αυτή, άλλωστε, είναι και η μόνη νίκη που υπάρχει.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη