Η κυρία Ελένη μένει στον τέταρτο και δεν την νοιάζει. Γιατί δεν υπάρχει πέμπτος. Υπάρχουν μόνο οι από κάτω της. Γι’ αυτό έχει και το πάνω χέρι. Γι’ αυτό και δεν την νοιάζει. Που έξι η ώρα το πρωί ακούς τα πασουμάκια της να τα σέρνει μέσα στις μικρές της πατούσες. Νούμερο 36 την υπολογίζεις. Κι αναρωτιέσαι πώς γίνεται κάτι τόσο μικρό να κάνει τόσο μεγάλο σαματά. Βέβαια, εκείνη δεν την νοιάζει, γιατί μάλλον είναι και κουφή.
Κάθε πρωί, στις έξι και τέταρτο –γιατί της παίρνει ένα τέταρτο να φτάσει απ’ το δωμάτιο στο σαλόνι, με τα μικρά της ποδαράκια και τα αργά της βήματα – αρχίζει το πρόγραμμα της εκκλησίας. Της χτύπησες μια-δυο φορές την πόρτα για να της το πεις. Για να της ζητήσεις ευγενικά και πολιτισμένα να χαμηλώσει. Αλλά εκείνη σε αγνόησε. Περίμενες έξω απ’ την πόρτα κάνα τέταρτο. Κι ορκίζεσαι ότι κάποια από αυτές τις φορές, άκουσες τα πασουμάκια της να πλησιάζουν την πόρτα απ’ την άλλη μεριά. Θα σε είδε απ’ το ματάκι. Θα ζάρωσε λίγο το μάτι της για να χωρέσει στην τρύπα. Και μετά θα ζάρωσε και τη μούρη της, ενοχλημένη που την διακόπτεις από ό,τι κι αν είναι αυτό που μπορεί να κάνει. Που τι μπορεί να κάνει μία ηλικιωμένη που ζει μόνη της, δε βγαίνει πότε απ’ το σπίτι της και δεν μπαίνει ποτέ κανείς στο σπίτι της;
Σαν να την βλέπεις πίσω απ’ την πόρτα. Κι ας την έχεις δει μία φορά μόνο στη ζωή σου. Στο ασανσέρ. Τρεις ορόφους τους έκανε να φαίνονται τρεις αιώνες. Σε είχε στριμώξει στον τοίχο. Κι ας είναι μια σταλιά. Μια μάζα ζαρωμένη που μπήκε στο πλύσιμο.
Κοιτούσες αμήχανα κάτω. Ένα λεκέ από κολλημένη κάποτε τσίχλα. Τα παπούτσια σου λίγο πιο δίπλα. Τα παπούτσια της αντικριστά στα δικά σου. Και λίγο ικανοποιήθηκες με τον εαυτό σου που είχες μαντέψει σωστά το νούμερό της. 36 σίγουρα. Διασκέδασες τον εαυτό σου, σαν παιδάκι που είναι τιμωρία και στο μυαλό του σχεδιάζει την επόμενη σκανταλιά του.
Αλλά για στάσου. Αυτή είναι η περίεργη, όχι εσύ. Με τα μάτια της καρφωμένα πάνω σου, να σκαλίζουν κάθε γραμμή του προσώπου σου, προσπαθώντας να μαντέψει την ηλικία σου. Κι όταν επιτέλους ένιωσες αυτό το απαλό αναπήδημα που κάνει ο θάλαμος όταν φτάνει στον όροφο, αναπήδησε κι η καρδιά σου. Δεν έβλεπες την ώρα να πατήσεις επιτέλους έδαφος. Ή μάλλον μωσαϊκό στη δική σου περίπτωση. Πάντως είχες σωθεί.
Απογοήτευση. Αυτό σου είπε χωρίς να ανοίξει το σφιγμένο επικριτικό της στόμα. Δεν το είχε ανοίξει και ποτέ για να πει έστω μια τυπική «καλησπέρα». Δεν την νοιάζουν αυτήν οι τυπικότητες ή οι ευγένειες. Είναι μία αγενής, ξινή, στραβωμένη, αντιπαθητική γριά που νομίζει πως έχει το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει. Που απαιτεί να σέβεσαι εκείνη και τις παραξενιές της. Που ζει στην κοσμάρα της και δεκάρα δε δίνει για τον υπόλοιπο κόσμο που τον ξυπνάει απ’ τις έξι το πρωί με τις ενοχλητικά μικρές πατούσες της.
Και ποια νομίζει ότι είναι, που δε θα σου ανοίξει εσένα την πόρτα; Ποια είναι η κυρά-Ελένη; Που επεξεργάζεται το πρόσωπό σου με τέτοια εμμονή; Επειδή αυτό το πρόσωπο της θυμίζει ένα άλλο αγαπημένο της πρόσωπο. Το πιο αγαπημένο της σε όλον τον κόσμο. Και γεμίζει απογοήτευση το βλέμμα της. Γιατί, όσο κι αν μοιάζει το πρόσωπό σου με εκείνο του παιδιού της, δεν είσαι το παιδί της.
Ποια είναι, λοιπόν, αυτή η κυρά-Ελένη που αδιαφορεί για τον θόρυβο που κάνουν τα μικροσκοπικά της πασούμια που τα σέρνει στο παρκέ, επειδή δεν μπορεί να περπατήσει καλά. Εδώ και χρόνια. Πριν γίνει αυτή η στρυφνή γριά. Τότε που ήτα ακόμα γυναίκα. Από τότε που σύρθηκε κι η ίδια στην άσφαλτο, σέρνει και το πόδι της.
Και ποιος της δίνει το δικαίωμα να σε ξυπνάει στις έξι το πρωί; Επειδή, δηλαδή, εκείνη δεν μπορεί να κοιμηθεί; Επειδή, δηλαδή, εκείνη κάθε βράδυ βλέπει το ίδιο όνειρο, το ίδιο ατύχημα; Και κάθε βράδυ αλλάζει μία λεπτομέρεια στο μυαλό της, μήπως τελικά και μπορέσει να αλλάξει το αποτέλεσμα. Μήπως, τελικά, μπορούσε να κάνει κάτι αλλιώτικα. Κάτι διαφορετικό που τώρα δε θα την έκανε να σέρνει τα πόδια της. Που δε θα την έκανε να ψάχνει το παιδί της στο πρόσωπο κάθε παιδιού στην ηλικία του.
Ποια νομίζει, λοιπόν, ότι είναι η κυρία Ελένη; Και στην τελική, ποιος νομίζεις ότι είσαι εσύ που την ζύγισες, την έκρινες κι έβγαλες το πόρισμά σου από ένα ασανσέρ. Που νομίζεις ότι ξέρεις ποια είναι, επειδή μάντεψες σωστά τι νούμερο παπούτσια φοράει. Δεν την ξέρεις. Και δε θέλεις να την μάθεις. Θέλεις να ‘ναι απλά ο «κακός» στην ιστορία σου. Δεν ξέρεις και δε θέλεις να μάθεις τι είναι αυτό που έκανε το κορμί της να ζαρώσει. Που την βαραίνει και σέρνει τα πόδια της. Δεν ξέρεις και δε θέλεις να μάθεις πόσα χώρεσαν σε ένα νούμερο 36.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη