Απόψε σε περιμένω να ξεκινήσουμε μία επανάσταση. Την επανάσταση που βλέπουμε εδώ και καιρό να έρχεται. Εκείνη που κάνουμε, καιρό τώρα, πως δε βλέπουμε. Κλείνουμε τα μάτια μήπως κι αποφύγουμε τη σύγκρουση. Την αποσταθεροποίηση. Μήπως και γλυτώσουμε το κυνηγητό. Τις φωνές. Τον ανταρτοπόλεμο.
Σε περιμένω. Απόψε. Όχι αύριο. Απόψε. Αρκετά περιμέναμε. Με τις γροθιές μας σφιγμένες και τα νύχια να χαράζουν νέες ζωές στις παλάμες μας. Γαντζωμένα στο δέρμα, για να μείνουν τα χέρια κλειστά. Για να μην τα απλώσουμε ο ένας στον άλλον.
Ο ένας απέναντι στον άλλον. Κλεισμένοι σε ένα ασανσέρ. Έτοιμοι για επίθεση, σαν φανατισμένοι οπαδοί. Συγκρατημένοι και σκεπτικοί, σαν αντίπαλοι σκακιστές. Περιμέναμε με ρουθούνια τεντωμένα και μάτια γουρλωμένα. Με ρουθούνια λαίμαργα για τον αέρα που εκπνέεις, που βγαίνει από μέσα σου. Με μάτια που ψαχουλεύουν κάθε λεπτομέρεια, για να την κάνουν πίνακα και να την κρεμάσουν πάνω απ’ το τζάκι.
Γι’ αυτό σου λέω, έλα απόψε. Έλα να ξεκινήσουμε μία επανάσταση. Που όσο την κρύβουμε, τόσο δεν κρύβεται. Που όσο την πνίγουμε, τόσο μας πνίγει. Ούτε τα ματ, ούτε τα «σου», ούτε τα «μου» δε θα μπορέσουν να την σταματήσουν.
Έλα, λοιπόν, απόψε. Θα σε περιμένω στις κούνιες. Να με σπρώξεις. Να πέσω κάτω και να σε πάρω μαζί μου. Να ματώσουν τα γόνατά μου στα χαλίκια. Κι όταν θα νομίζεις πως με στρίμωξες, να αρχίσω να τρέχω. Να κρύβομαι σε πολυκατοικίες και να περιμένω λαχανιασμένη να με βρεις.
Να μου τραβάς το χέρι σαν να θες να μου το ξεριζώσεις, να το πάρεις δικό σου. Να με σφίγγεις σαν να θες να με τσαλακώσεις, να με διπλώσεις και να με βάλεις στην τσέπη σου. Και να ουρλιάζω από φόβο κι έκσταση. Και να φωνάζεις το όνομά μου σαν σύνθημα σε συλλαλητήριο. Σαν το πιο δίκαιο αίτημα του κόσμου. Έλα να τους ξυπνήσουμε όλους με τις φωνές μας. Να ανάψουν τα φώτα στα δωμάτια των κοιμισμένων.
Έλα να γεμίσουμε τις λεωφόρους. Να κλείσουμε τους δρόμους οι δύο μας. Να σταματήσουμε την κυκλοφορία και να μας κορνάρουν με μανία. Να μπούμε σε ένα αμάξι φορτωμένο μπουρλότα. Θα κατεβάσω το παράθυρο για να βγάλω τα πόδια μου έξω. Θα κατεβάσεις το παράθυρο για να πετάξεις ένα μπουρλότο στο κρεβάτι μου, ένα στην αυλή μου, ένα στο γραφείο μου. Κι ένα θα το βάλεις στο στόμα σου. Και θα με φιλήσεις.
Θα σε περιμένω εκεί που τρέχει το νερό. Ανάμεσα στα δέντρα. Αλλά σε προειδοποιώ. Αν έρθεις, αν το χέρι σου πάρει το δικό μου, τότε θα χορέψουμε. Όχι μπλουζ, αυτό είναι για τους δειλούς. Όχι τανγκό, αυτό είναι για τους παρορμητικούς. Κι εγώ σου μιλάω για κάτι άλλο. Για κάτι επικίνδυνο. Σου μιλάω γι’ αυτό που κανείς άλλος δε μιλάει. Και γι’ αυτό το αφήνουν να αιωρείται, σαχλό κι απροστάτευτο, στριμωγμένο σε μία πρόταση: «Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».
Καλύτερα, όμως, να σου δείξω για τι πράγμα μιλάω.
Γι’ αυτό έλα απόψε να χορέψουμε βαλς. Και θα δεις ένα ρέμα να χορεύει μαζί μας. Να ανατριχιάζει και να αρχίζει να βρέχει ανάποδα. Έλα να χορέψουμε και να κάνουμε τα δέντρα να αγγιχτούν. Να κάνουν τα κλαδιά τους χέρια και τις ρίζες τους πόδια και τα φύλλα τους ρούχα που πέφτουν. Έλα και θα δεις πως μπορούμε να κάνουμε τη Γη να κουνηθεί με μερικά μόνο βήματα βαλς.
Απόψε σε περιμένω να πηδήξουμε μια μάντρα. Να κάνουμε κατάληψη σε μία ξεχασμένη μονοκατοικία και να ξεχάσουμε ποιοι ήμασταν. Γιατί δεν είμαστε και τίποτα, αν όχι μαζί. Απόψε σε περιμένω να πάρουμε αυτό που είναι δικό μας. Να διεκδικήσουμε αυτό που μας ανήκει περισσότερο απ’ τον εαυτό μας. Αυτό που είναι περισσότερο απ’ τον εαυτό μας. Απόψε, έλα να ξεκινήσουμε την επανάστασή μας.
Την επανάσταση του «μας».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη