Δεν πειράζει που δε με αγαπάς. Σε αγαπάω εγώ. Και φτάνει και για τους δυο μας. Να, πάρε λίγη ακόμα αγάπη. Μου περισσεύει για εσένα. Και ποιος ξέρει, ίσως μια μέρα να σου περισσεύει κι εσένα. Και να μου δώσεις λίγη πίσω. Ίσως αύριο. Ίσως σε μια εβδομάδα. Ή σε κάνα χρόνο. Ποιος ξέρει;
Εγώ πάντως ξέρω. Ότι μου περισσεύει και για έναν χρόνο. Και για δέκα. Και για εκατό, αν χρειαστεί. Δεν μπορεί, εκατό χρόνια είναι πολλά για να μη με έχεις αγαπήσει μέχρι τότε. Είναι λίγα για να σταματήσω να ελπίζω ότι θα σου ‘ναι αρκετά. Θα περιμένω. Δε με πιστεύεις; Το ξέρω. Πώς μπορεί κάποιος να ξέρει τι θα γίνει αύριο; Πόσο μάλλον σε εκατό χρόνια. Ξέρω, όμως, κάτι κι εγώ. Ξέρω ότι κι αύριο θα ξυπνήσω και θα σε αγαπάω.
Όπως και σήμερα. Όπως και χθες. Ίσως και λίγο παραπάνω σήμερα. Ίσως και λίγο παραπάνω αύριο. Σίγουρα πολύ παραπάνω σε εκατό χρόνια. Και τότε, χωρίς αμφιβολία, θα φτάνει και για τους δύο μας. Μπορεί απλά σήμερα να μη σου είναι αρκετό και γι’ αυτό να μην είσαι εδώ. Σε εκατό χρόνια, όμως, θα σου φτάνει, δεν μπορεί.
Θα κάτσω εδώ, λοιπόν, και θα περιμένω. Δε χάνω το χρόνο μου, όπως οι φίλοι μου νομίζουν. Δεν είμαι η τρελή που βλέπουν οι περαστικοί. Αυτή η γραφική, στενάχωρη φιγούρα στην προβλήτα. Ξερακιανή κι άδεια, με τα μάτια καρφωμένα στη λεπτή γραμμή ανάμεσα στο μπλε πάνω και στο μπλε κάτω. Από στιγμή σε στιγμή θα ‘ρθει το πλοίο, δεν μπορεί. Αφού περιμένω, θα ‘ρθει.
Δεν έχω να πάω πουθενά. Δεν μπορώ να πάω και πουθενά, έτσι κι αλλιώς. Είναι τα πόδια μου καρφωμένα εκεί που περπάτησες τελευταία φορά μαζί μου. Δεν τα βλέπεις τα καρφιά; Εσύ τα έβαλες πριν φύγεις. Εγώ απλώς τα στόλισα με λουλούδια. Τα έπλεξα μαζί με τα λόγια που είπες πριν πεις «καληνύχτα». Τα έπαιξα ένα τρισεκατομμύριο φορές στο κεφάλι μου, τα τεμάχισα, τα διαχώρισα, άλλαξα τη σειρά στις λέξεις κι έφτιαξα προτάσεις άλλες.
Μετά τα έβρασα τα λόγια σου, με το αίμα μου, κι έφτιαξα το δικό μου απόσταγμα. Το πίνω γουλιά-γουλιά, όταν κάποιες φορές μου λείπεις τόσο που με πιάνει τρέλα. Με ζαλίζει και με μεθάει όμορφα με ελπίδα, κι έτσι δεν το χάνω το μυαλό μου. Και μετά λένε τρελούς εκείνους που ελπίζουν. Τρελή θα ήμουν αν δεν ήλπιζα. Θα είχε θολώσει το μυαλό μου, θα με είχε καταπιεί η απελπισία μου.
Ξέρεις τι είναι η απελπισία; Είναι ένα πράγμα που δεν μπορεί να χωρέσει στο μυαλό σου. Κι έτσι αρχίζει να εξαπλώνεται στο κορμί σου σαν αρρώστια. Κι εσύ αρχίζεις να χάνεις τον έλεγχο των χεριών σου, που απλά υπάρχουν κολλημένα στο σώμα σου. Βαριά κι άχρηστα. Και σιγά-σιγά ακολουθούν και τα πόδια. Που πουθενά δε θέλουν να σε ακολουθήσουν. Τα σέρνεις με υπεράνθρωπη προσπάθεια που σε ξαφνιάζει κι εσένα. Κι απ’ την προσπάθειά σου, τελικά, ξεχνάς προς τα πού πήγαινες.
Κι αυτό δεν είναι το χειρότερο. Γιατί μπορεί να μη νιώθεις ούτε τα πόδια σου ούτε τα χέρια σου, αλλά νιώθεις έναν πόνο στο στομάχι σου. Στην αρχή μοιάζει με άγχος, με αγωνία. Μετά είναι απλά πόνος. Σαν να ‘χεις πεθάνει και να σε τρώνε τα σκουλήκια από μέσα. Από το στομάχι σου διασκορπίζονται. Κάποια πάνε αριστερά και δεξιά στα πνευμόνια σου, άλλα κατεβαίνουν στα σπλάχνα σου και κάποια χτυπάνε καρδιά. Μπορείς να το φανταστείς; Σκέτη απελπισία.
Τρελή είμαι, λοιπόν, να μην ελπίζω; Την κρατάω την ελπίδα μου. Τη σφίγγω τόσο πολύ που με πονάει. Αλλά από κάπου πρέπει να πιαστώ. Και δεν έχω το χέρι σου. Βλέπεις, λοιπόν, γιατί θα περιμένω; Γιατί ελπίζω. Κι όσο ελπίζω, θα περιμένω. Κι όσο περιμένω, θα ελπίζω. Και θα σε αγαπάω κάθε μέρα λίγο παραπάνω. Για να σου δίνω λίγο παραπάνω. Μέχρι να σου φτάσει. Μέχρι να φτάσει η μέρα που θα με αγαπάς κι εσύ.
Δεν πειράζει, λοιπόν, που δεν είναι σήμερα αυτή η μέρα. Που δεν ήταν χθες. Που πέρασαν τα χθες και γίνανε χρόνος. Έχω όλο τον χρόνο του κόσμου. Γιατί δεν έχω τίποτα άλλο.
Τα λέμε σε εκατό χρόνια.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη