Έχεις μία καρδιά στην τσέπη σου. Μαζί με τα ψηλά που έβαλες βιαστικά, τυλιγμένα στην τσαλακωμένη απόδειξη απ’ τα τσιγάρα σου. Κι αύριο, που θα βάλεις πλυντήριο, θα κάνει σβούρες στον κάδο. Θα προσπαθεί να πιαστεί απ’ τις κάλτσες και τα βρόμικα εσώρουχά σου που τα μισεί. Γιατί εκείνα σε αγγίζουν. Ενώ εκείνη πνίγεται και βγάζει αφρούς και ζαλίζεται απ’ τις 1200 στροφές του πλυντηρίου σου.

Έχεις μία καρδιά στην τσέπη σου. Κρεμασμένη ανάποδα. Και την πονάει το σιδερένιο μανταλάκι που της κάρφωσες. Αλλά έχει συνηθίσει. Και δεν παραπονιέται. Δε βγάζει κιχ. Γιατί φοβάται ότι μπορεί και να την πάρεις χαμπάρι. Και να την αρπάξεις. Και να την πετάξεις έξω απ’ την τσέπη σου. Έξω απ’ τη ζωή σου.

Προτιμά, λοιπόν, να την ξαπλώσεις στη σανίδα και να την κάψεις. Να τη διπλώσεις και να της κλείσεις τα φώτα. Ή να την κρεμάσεις και να της κλείσεις την πόρτα.

Της αρέσει το σκοτάδι. Γιατί εκεί βυθίζεται στις σκέψεις της. Κι ονειρεύεται. Εσένα. Ανάβει τσιγάρα κι ακούει τραγούδια που δεν έχει ξανακούσει. Και τραγουδάει στίχους που κορόιδευε. Τη βολεύει το σκοτάδι, γιατί από εκεί σε βλέπει χωρίς να βλέπεις πώς σε βλέπει. Και βλέπει ιστορίες με ηλιοβασιλέματα κι ουρανούς γεμάτους αστέρια. Με νύχτες αξημέρωτες και ξημερώματα αγκαλιά. Με πρωταγωνιστή εσένα.

Κυκλοφορείς με μία καρδιά στην τσέπη σου. Γι’ αυτό πρόσεχε όταν περπατάς με τα χέρια στις τσέπες. Γιατί έχεις ευθύνη γι’ αυτήν την καρδιά. Ακόμα κι αν δεν είναι ευθύνη σου. Μπορεί να μην το ξέρεις, μπορεί να μην το έμαθες ποτέ, αλλά την τσαλάκωσες, την έκαψες και την άφησες στο σκοτάδι. Φταις-δε φταις, φταις.

Ελπίζω, όμως, να μη φταις. Να μην ψαχούλεψες ποτέ την τσέπη σου. Να μη βρήκες και μια καρδιά, μαζί με το ξεχασμένο πεντάευρo που πλύθηκε και σιδερώθηκε. Να μην την άφησες εκεί. Για ώρα ανάγκης. Σαν το φιλτράκι που έχεις για καβάτζα. Ελπίζω να έβγαλες το παντελόνι σου και να το τίναξες. Με όση δύναμη χρειάζεται. Ακόμα και βίαια, αν χρειαστεί. Να την τράβηξες έξω. Να την ξήλωσες απ’ τις ραφές που έχει γαντζωθεί, τις κλωστές που έχει τραβήξει κι έχει αρχίσει να υφαίνει έναν ιστό προσδοκιών. Ελπίζω να την ξερίζωσες απ’ την τσέπη σου κι απ’ τη λήθη της.

Αν βρήκες μια καρδιά, μην την αφήνεις να ελπίζει. Γιατί είναι εύκολο. Γιατί δεν είναι δικό σου πρόβλημα. Γιατί σε κολακεύει ή σου γεμίζει την τρύπα στην τσέπη σου. Μόνο και μόνο  για να ‘ναι πάντα εκεί. Μην την εγκλωβίζεις. Εγκλωβίζεσαι.

Φταις, ακόμα κι αν δε φταις. Γι’ αυτό γίνε ο κακός της ιστορίας. Ήδη είσαι. Γιατί δεν μπορείς να δώσεις σε αυτήν την καρδιά την καρδιά σου. Θυμήσου, όμως, τότε που η δική σου βρέθηκε κάποτε σε κάποια τσέπη. Το ξέρεις και το κάψιμο και το πνίξιμο. Κι ακόμα χειρότερα, ξέρεις την ελπίδα. Αυτή που δημιουργεί παραισθήσεις. Αυτή που σε κάνει να βλέπεις αυτά που θέλεις να βλέπεις. Αυτή που σε κάνει να ακούς «σ’ αγαπώ», όταν ο άλλος λέει «στο καλό».

Γι’ αυτό άσ’ την να πάει στο καλό. Με τον καλό ή τον κακό τρόπο. Προσπάθησε πρώτα με τον καλό. Αλλά αν χρειαστεί, αν η καρδιά που διάλεξε την τσέπη σου είναι επίμονη, έχει φωλιάσει εκεί, έχει μουλιάσει με το τζιν σου και το έχει κάνει δέρμα, τότε γδάρ’ την. Μη φοβηθείς. Της το χρωστάς. Κι ας σε μισήσει. Κι ας γίνεις απ’ τον άνθρωπο των ονείρων της, ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου της. Κι ας σε μισήσει όσο δυνατά σε αγάπησε. Κι ας σε μισήσεις κι εσύ.

Γιατί έχεις μία καρδιά στην τσέπη σου. Ακόμα κι αν δεν τη διάλεξες, σε διάλεξε εκείνη.   Γι’ αυτό πόνεσέ τη μέχρι να γίνει πέτρα και να πέσει απ’ την τσέπη σου. Και να ‘στε κι οι δύο ελεύθεροι. Κι οι δύο κακοί. Κι οι δύο καλοί. Κι οι δύο μακριά.

 

Συντάκτης: Γιάννα Κατ.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη