Είναι αργά. Όπως κάθε φορά. Οδηγείς γρήγορα. Κλασικά. Η μουσική είναι ήδη δυνατά. Αλλά δε θα ενοχλήσεις και κανέναν αν το δυναμώσεις κι άλλο. Μόνος σου είσαι. Ξανά. Και γουστάρεις. Τη μοναξιά. Την αυτονομία.
Δεν τα πας καλά με τους περιορισμούς και κάθε είδους αστυνομία. Σφίγγεις κι άλλο το τιμόνι. Για να του δείξεις ποιος έχει τον έλεγχο. Κι όσο το σφίγγεις, κάτι σε σφίγγει στο λαιμό. Κάτι μέσα στα σωθικά σου τα κάνει να στριφογυρίζουν και να στριμώχνονται για να χωρέσει κι εκείνο. Το νιώθεις να ανεβαίνει. Και τώρα είναι στο στομάχι σου και το κάνει να σφίγγεται. Το δένει κόμπο για να σκαρφαλώσει. Και νιώθεις τα νύχια του να γρατζουνάνε το λαιμό σου.
Κρατάς την ανάσα σου για να το σκάσεις. Πατάς το γκάζι με ευχαρίστηση ότι το έσκασες. Ότι το άφησες πίσω σου. Ξέρεις όμως ότι θα επιστρέψει. Ξέρεις ότι, όσο κι αν τρέξεις, θα σε προλάβει. Δεν παραπονιέσαι όμως. Γιατί για να παραπονεθείς, θα πρέπει να το παραδεχτείς ότι μπορεί και να μην είχες δίκιο. Τότε που κήρυξες πόλεμο σε θεούς και δαίμονες, μόνο και μόνο για να τους αποδείξεις ότι δεν τους φοβάσαι. Ότι δεν τους χρειάζεσαι. Ότι έχεις δίκιο.
Θεούς, δαίμονες. Μανάδες, πατεράδες. Φίλους και γνωστούς. Έρωτες κι αγάπες. Κανείς δε θα σου πει τι θα κάνεις. Κανείς δεν ξέρει καλύτερα από εσένα. Κανένας άλλος δεν έχει δίκιο, παρά μόνο εσύ. Ακόμα κι αν είχε ποτέ κάποιος άλλος δίκιο, δε θα του έδινες ποτέ την ευχαρίστηση να το παραδεχτείς.
Σιγά, λοιπόν, μην παραπονεθείς.
Που κι απόψε θα στριφογυρνάς στο κρεβάτι σου. Γιατί είναι διπλό κι εσύ μόνος. Εξ επιλογής. Αντιδραστικής. Άργησε μισή ώρα; Εσύ έπρεπε να αργήσεις μία. Σου είπε ότι δεν ακούς αυτά που σου λέει; Ανέβασες τον τόνο της φωνής σου για να ακουστούν μόνο αυτά που λες. Και τώρα δεν ακούγεται τίποτα μέσα σε αυτό το σπίτι. Μόνο η εκκωφαντική μοναξιά και τα αυτοκίνητα που πατάνε γκάζι στην ανηφόρα, έξω από το παράθυρό σου.
Αλλά θα περάσει κι αυτή η νύχτα. Και θα έρθει το πρωί. Ένα ακόμα πρωί που θα πας στη δουλειά που δεν τρελαίνεσαι κιόλας. Αλλά καλύτερη αυτή από την άλλη. Που μπορεί να ήταν ακριβώς αυτό που θα ήθελες να κάνεις, αλλά δεν θέλεις να σου κάνουν και χάρες. Γιατί κάπως έτσι σου φάνηκε όταν σου είπε ότι ήταν παλιά συμμαθητής με τον μπαμπά σου. Τον μπαμπά σου, που από τότε που σε στραβοκοίταξε για το 15 που πήρες στη φυσική, ορκίστηκες αυτό το 15 να είναι και ο μεγαλύτερος βαθμός που θα έβλεπε στο εξής από εσένα. Εσένα, που όποιος τόλμησε να σου πάει κόντρα, έφαγε τα μούτρα του. Κι ας έφαγες κι εσύ τα δικά σου 10 φορές περισσότερο.
Γιατί η ικανοποίηση του να κάνεις το δικό σου, είναι πάντα μεγαλύτερη από τη σύγκρουση. Γι΄ αυτό πατάς το γκάζι. Κι άλλο. Όσο πάει. Τι κι αν είναι το φανάρι έγινε κόκκινο; Πρώτη φορά θα φας τα μούτρα σου; Δε σε τρομάζει. Μέχρι που σε τρομάζει. Μέχρι που το τιμόνι φεύγει από τα χέρια σου, όσο σφιχτά κι αν το κρατούσες.
Σε τρομάζει που δεν έχεις πια τον έλεγχο. Για να πιαστείς από αυτόν. Και πετάς. Και σκας. Και σπας. Κι από μέσα σου επιτέλους βγαίνει αυτό το παράπονο που σε τρομάζει να παραδεχτείς στον εαυτό σου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου