Σήμερα έχω γενέθλια, μαμά. Εσύ θα το θυμάσαι.
Μαμά, μεγαλώνω κι ακόμα να μεγαλώσω. Η τούρτα μου κάθε χρόνο γίνεται και πιο ροζ, μπας και με ξεγελάσει το χρώμα. Μπας και πιστέψω ότι είναι ακόμα μακριά το «μεγάλη θα γίνω με άσπρα μαλλιά». Αλλά, μαμά, είμαι μεγάλη. Κι έχω κι άσπρα μαλλιά. Μόνο που κανείς δε θα πει «να μία σοφός».
Μαμά, μεγαλώνω κι η τούρτα μου μικραίνει. Τα κομμάτια που έχω να μοιράσω κάθε χρόνο είναι και πιο λίγα. Κάθε χρόνο χρειάζομαι και πιο λίγους. Τα κομμάτια μου τα κρατάω πια για εμένα.
Μεγαλώνω κι ο κύκλος μου μικραίνει. Δεν κλείνω πια τραπέζια σε σοφιστικέ πολυσύχναστα μαγαζιά για να ευχαριστήσω τους περαστικούς. Για να φορέσω τακούνια και να φαίνομαι πιο όμορφη από ό,τι πραγματικά είμαι. Δε μου πάνε πια τα κοντά φορέματα, αυτά που με κάνουν να δείχνω ανάλαφρη και χαριτωμένη. Προσιτή και πρόθυμη για κουβέντες του αέρα, που στροβιλίζονται σαν φύλλα τον Οκτώβρη. Εντυπωσιακά κι εύθραυστα, φαίνονται να χορεύουν γεμάτα ζωή. Μοιάζουν να πετάνε. Αλλά πέφτουν, μαμά. Και δε χορεύουν. Πεθαίνουν, μαμά. Όπως κι εγώ.
Κάθε επιπλέον κεράκι είναι κι ένας εαυτός μου που στροβιλίστηκε για λίγο στον αέρα.
Γερνάω, μαμά, και παραξενεύω. Δε μου αρέσουν πια τα ψεύτικα κοσμήματα που μου κάνουν δώρο για να με κολακέψουν. Τα ρούχα που θέλουν να με ντύσουν και τα παπούτσια για τα βήματα που νομίζουν πως μου ταιριάζουν. Δε θέλω δώρα. Θέλω πολύ περισσότερα.
Μαμά, φοβάμαι, γιατί όσο μεγαλώνω μικραίνω. Δε μου είναι πια αρκετό το να μη μένω μαζί σας, στο ίδιο σπίτι με τους ενήλικες, για να νιώθω ενήλικας. Η απόδειξη πληρωμής του ενοικίου δεν είναι πια αρκετή απόδειξη ότι τα κατάφερα. Ότι πατάω στα πόδια μου. Νόμιζα, μαμά, ότι αν ήμουν συνεπής στις υποχρεώσεις μου, θα ήμουν και μεγάλη.
Αλλά νιώθω τόσο μικρή. Σχεδόν χωράω στη χούφτα σου. Θέλω να χωρέσω στη χούφτα σου, κι όχι σε κουτάκια με ψεύτικα κοσμήματα. Μαμά, μάλλον δεν τα κατάφερα ακριβώς. Γιατί εδώ και χρόνια μεγάλωνε αυτή που είχα στο κεφάλι μου και μίκραινε αυτή που έχω μέσα μου.
Σήμερα έχω γενέθλια κι είμαι διπλωμένη. Κι αγκαλιάζω τα γόνατά μου, όπως τότε που δεν είχα σβήσει ακόμα το πρώτο μου κερί. 33 φυσήματα μακριά, έχω τις ίδιες ανάγκες με τότε. Και δεν μπορείς να με βοηθήσεις, μαμά. Γιατί δε φτάνει να με αγαπάς σαν παιδί. Θέλω να μεγαλώσω. Θέλω να με αγαπάω όπως με αγαπάς εσύ, χωρίς κριτική, χωρίς συγκρίσεις κι απαιτήσεις. Για αυτό που είμαι σήμερα κι όχι γι’ αυτό που θα μπορούσα να γίνω αύριο. Θέλω να με αγαπάω όπως θα ήθελα να με αγαπάει εκείνος που αγαπάω. Απόλυτα, με λαχτάρα, με προσπάθεια. Για να με αγαπάει και τις μέρες που δεν είναι εύκολο να με αγαπάει κανείς. Θέλω να με αγαπάω όπως η καλύτερή μου φίλη. Με υπομονή, με περιέργεια, με ανυπομονησία να τα πούμε. Πάντα εκεί για να τα πούμε.
Θέλω να μεγαλώσω επιτέλους, μαμά, και να ‘μαι ευθύνη μου. Να με αγαπήσω όπως αγαπάω.
Μαμά, αν δε σηκώσω σήμερα το τηλέφωνο, μην ανησυχήσεις. Όχι, δεν έχω μελαγχολήσει για τα χρόνια που περνάνε, ούτε για τους εαυτούς μου που έσβησα μαζί με τα κεράκια. Από σήμερα σταματάω να φυσάω φωτιές.
Αν δεν απαντήσω στο τηλέφωνο το μεσημέρι, μην πάρεις την αδερφή μου. Δε χρειάζεται να ανησυχείς πια για εμένα, μαμά. Θα ‘μαι στη δουλειά. Και μετά θα πάω σπίτι να κόψω τούρτα στο μικρό τραπέζι της κουζίνας. Με αυτούς που δε χρειάζεται να με πάρουν τηλέφωνο για να ευχηθούν σε ένα απ’ τα κορίτσια που κάποτε ήμουν, που κάποτε ήξεραν. Που, έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχουν πια.
Θα μοιράσω τα κομμάτια στα κομμάτια μου. Σε αυτούς που ξέρουν ποιο είναι το σπίτι μου. Σε αυτούς που είναι το σπίτι μου. Θα τα μοιραστώ με αυτούς που μαζί τους μαθαίνω να μεγαλώνω. Το μεγάλο κομμάτι θα ‘ναι δικό σου, μαμά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη