10 Οκτωβρίου 2019
Αγαπημένε μου Χ,
Το ξέρω, γελάς με το «αγαπημένε». Πότε πρόλαβες κι έγινες κι αγαπημένος; Αυτό όμως θέλω να προλάβω. Γιατί έχω αρχίσει να σε ερωτεύομαι. Κάθε μέρα λίγο περισσότερο. Μη γελάς λοιπόν ούτε με την προσφώνηση ούτε με το γεγονός ότι κρατάς στα χέρια σου ένα γράμμα. Υποθέτω για πρώτη φορά, γιατί ζούμε στην εποχή που το χαρτί είναι μόνο για να σκουπιζόμαστε. Και το μολύβι για να βαφόμαστε.
Αλλά ναι, σου γράφω γράμμα. Γιατί θέλει έναν κάποιο στοιχειώδη κόπο. Και ταιριάζει στην περίσταση. Γιατί αυτό που έχω να σου εξομολογηθώ, θέλει τεράστιο κόπο.
Είναι αμέτρητες οι φορές που προσπάθησα να στο πω από κοντά. Έκανα με τις ώρες πρόβες στο κεφάλι μου πώς θα ξεκινούσα να στο λέω. Τις είχα έτοιμες όλες τις απαντήσεις σε όλες τις πιθανές σου απαντήσεις. Αλλά μετά σε έβλεπα. Κι αυτό το χαμόγελο σου κάθε φορά που συναντιόμαστε. Πώς θα μπορούσα πότε να αντέξω να το δω να σβήνει από το πρόσωπό σου; Να μαζεύονται τα φρύδια σου σε ένα μελαχρινό σύννεφο, έτοιμο να βρέξει ο,τι κατεβάσει το κεφάλι σου; Και μάλιστα εξαιτίας μου. Γι’ αυτό λοιπόν θα στα πω εδώ, στο χαρτί. Κι αν θες, μετά σκουπίσου με αυτό.
Όχι, δε σε απατάω. Είπαμε, δεν είμαι τόσο δειλή για να είμαι με έναν άνθρωπο ενώ θέλω κάποιον άλλο. Και βασικά, δεν είμαι καθόλου δειλή, απλά ξέρω ότι δε θα καταλάβεις. Ξέρω ότι αυτό που θα σου πω, θα σε κάνει να νιώσεις πιο προδομένος κι από το να σε απατούσα. Ίσως και να με σιχαθείς. Ίσως και να σιχαθείς και τον ίδιο σου τον εαυτό και να αρχίσεις να φτύνεις με μανία κάτω, μέχρι να διώξεις όλο το σάλιο μου που μπερδεύτηκε με το δικό σου.
Πριν όμως σου αποκαλυφτώ, θέλω να σου πω αυτό. Σε καταλαβαίνω. Δε θα σε κρίνω αν με κρίνεις. Ξέρω καλύτερα από τον καθένα πώς είναι να σε κρίνουν. Να σε δικάζουν γι’ αυτό που νιώθεις. Οπότε να ξέρεις πως για εμένα είσαι αθώος όπως κι αν αντιδράσεις. Λοιπόν, ξεκινάω. Θα στο πω όσο πιο απλά, σχεδόν απλοϊκά, μπορώ.
Θυμάσαι την πρώτη φορά που η μαμά σου σε άφησε στις αποκριές να ντυθείς ο,τι μα ο,τι ήθελες εσύ; Κι εσύ έβαλες την κόκκινη πιτζάμα σου και μια κόκκινη μάσκα και ντύθηκες υπερήρωας; Όχι κάποιος συγκεκριμένος ή γνωστός υπερήρωας, αλλά ένας της φαντασίας σου. Ένας που θα ήθελες να ήσουν. Που ένιωθες βαθιά μέσα σου ότι είσαι. Κι αν μπορούσες, αυτό θα ήσουν κάθε μέρα, σε όλη σου τη ζωή. Ακόμα και χωρίς την κόκκινη πιτζάμα που η μαμά σου είδε κι έπαθε να σε πείσει να τη βγάλεις μετά το πάρτι. Σε άφηνε όμως καμιά φορά να τη φοράς μέσα από τα ρούχα σου. Γιατί από ‘μέσα, αυτό ήσουν. Και με κάποιον τρόπο, αυτό είσαι και σήμερα. Κάτω από τα ρούχα που φοράς, κάτω από το δέρμα σου που σχεδόν το μυρίζω. Φαντάσου όμως εκείνες τις αποκριές να σε έντυναν με το ζόρι κάτι άλλο. Κάτι πολύ μακριά από αυτό που ένιωθες πως είσαι. Ας πούμε ότι σε έντυναν πασχαλίτσα. Πόσο άβολα θα ένιωθες; Κι αν σε έντυναν πασχαλίτσα κάθε μέρα; Κι αν σου συμπεριφέρονταν σαν να είσαι πασχαλίτσα; Κι ακόμη χειρότερα, αν απαιτούσαν από εσένα να γίνεις στ’ αλήθεια μια πασχαλίτσα; Μπορείς να το φανταστείς; Κάνε μου μια χάρη και προσπάθησε.
Κλείσε τα μάτια σου και προσπάθησε να φανταστείς πώς θα ήταν να κοιτάζεις στον καθρέφτη μία κόκκινη πασχαλίτσα ενώ μέσα σου ξέρεις ότι είσαι ένας υπερήρωας, με κόκκινη στολή και μάσκα. Θα έκλαιγες με τις ώρες, μέχρι που θα σου κοβόταν η ανάσα και θα γινόσουν μοβ. Μέχρι να τους πείσεις ότι δεν είσαι αυτό. Κι εκείνοι δε θα καταλάβαιναν. Θα σε μάλωναν. Θα σου έδιναν να φας αυτά που τρώνε οι άλλες πασχαλίτσες. Θα σου έπαιρναν λουλούδια γιατί θα έπρεπε να σου αρέσουν τα λουλούδια. Θα σε έπνιγαν οι τύψεις που δε γεννήθηκες πασχαλίτσα. Θα ευχόσουν να μην είχες γεννηθεί. Κι όταν πια θα κουραζόσουν να κλαις, όταν πια δε θα σου έφτανε το να μην τους κάνεις κι εκείνους να κλαίνε, τότε θα έσκιζες τα φτερά σου με λύσσα. Θα τραβούσες τη στολή από πάνω σου με τα νύχια σου. Και θα προτιμούσες να μείνεις γυμνός. Και μόνος. Καλύτερά γυμνός και μόνος παρά πασχαλίτσα. Όχι ότι έχουν κάτι οι πασχαλίτσες. Απλά δεν είσαι εσύ.
Μου πήρε πολύ καιρό να σκίσω τη δική μου «στολή». Μόνο που η δική μου ήταν φορετή από τη μέρα που γεννήθηκα. Γαλάζια αγορίστικα φορμάκια στην αρχή που μετά έγιναν μπλε βαμβακερές φόρμες κι αργότερα μπλε ξεβαμμένα τζιν. Κι όταν όλοι κοιμόντουσαν, όταν όλα τα μάτια στο σπίτι ήταν κλειστά, τότε και μόνο τότε μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου. Όταν δεν κοιτούσε κανένας. Όχι πως δεν το ήξεραν. Απλά προτιμούσαν να μην το βλέπουν. Μέχρι που ξαναγεννήθηκα. Μόνη μου. Και ήρθα κλαίγοντας και φωνάζοντας στον κόσμο. Παλεύοντας για τη ζωή μου. Τη δική μου ζωή, που δε χρωστάω σε κανέναν. 25 ολόκληρα χρόνια ήμουν ένας πεθαμένος μασκαράς. Με έθαψα, με έκλαψα και ξαναγεννήθηκα. Με αίματα στη μύτη και στα χείλη.
Αλλά αυτή τη φορά κανείς δε με πήρε στην αγκαλιά του για να με ηρεμήσει όταν άνοιξα τα μάτια μου και είδα πόσο περίεργος και ξένος ήταν αυτός ο κόσμος. Δεν υπήρχαν μπαλόνια και οικογενειακή γιορτή. Μόνο οικογενειακή ντροπή. Γιατί δεν ήμουν ποτέ ο Νίκος που έμοιαζε τόσο στον πατέρα του κι έκανε περήφανη τη γιαγιά επειδή ο γιος της είχε γιο.
Γεννήθηκα κορίτσι, με την αποκριάτικη στολή αγοριού. Βαφτίστηκα Νικόλας και με ξαναβάφτισα Νικολέτα. Μου κόστισε φίλους, μέλη της οικογένειάς μου και μάλλον τώρα θα μου κοστίσει κι εσένα. Αλλά αυτό είναι δική σου επιλογή.
Ξέρω. Με σιχαίνεσαι. Σε κορόιδεψα. Ξεφτίλισα τον ανδρισμό σου, που παραλίγο να πας με έναν άλλον άντρα. Που φίλησες έναν άλλον άντρα. Σου είπα ψέματα. Αλλά, σου είπα ψέματα;
Είμαι η Νικολέτα και δεν περιμένω να με δεχτείς. Η ίδια μου η μάνα ακόμα το παλεύει. Το βλέπω πίσω από το άβολο χαμόγελό της όταν καμιά φορά πάμε οι δύο μας για καφέ έξω. Ποτέ στο σπίτι. Δεν έχω καμία απαίτηση να με αγαπήσεις. Ακόμα δεν έχω καταφέρει να με αγαπήσω εγώ. Ακόμα κάποιες φορές νιώθω πως είμαι ολόκληρη ένα λάθος. Και να σου πω και κάτι; Κάποιες φορές, ακόμα εύχομαι να μην είχα γεννηθεί.
Σε φιλώ στο μάγουλο για να νιώσεις λίγο πιο άντρας,
Νικολέτα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου