Μοιάζει περισσότερο με στάχυ παρά με άνθρωπο. Γιατί όταν περπατάει, τα βήματά της δεν είναι δικά της. Όχι ακριβώς. Ο ρυθμός δεν της ταιριάζει. Ο βηματισμός μοιάζει ξένος. Μοιάζει ξένη μέσα στην ίδια της την πέτσα. Σαν να φοράει μια πέτσινη στολή. Στενή. Ασφυκτική. Φυλακή. Κι από πάνω έναν μανδύα. Φαρδύ. Μια απροσδιόριστη μορφή. Μάλλον γυναικεία.

Μακρύ. Για να καλύπτει κάθε υποψία γυναικείας επιδερμίδας. Για να κρύβει κάθε απόπειρα απόδρασης απ’ τη φυλακή. Τις γραμμές. Τις γρατζουνιές. Τις προσπάθειες να σκάψει ένα τούνελ απόδρασης. Να ανοίξει τρύπες να ανασάνει. Να δημιουργήσει σχισμές να μπει λίγο φως. Να θυμηθεί πώς είναι η ζεστασιά στο δέρμα της, που πλέον είναι ξένο, που πλέον είναι τούβλα και σίδερα.

Μοιάζει περισσότερο με σκιά παρά με άνθρωπο. Γιατί δεν έχει πρόσωπο. Ή τουλάχιστον δε θα το δεις. Γιατί το βλέπει ο δρόμος, το πάτωμα, τα σκαλιά. Το κάτω που έχει καρφώσει τα μάτια της. Δεν έχει πρόσωπο. Όχι ακριβώς. Έχει, όμως, δυο παράθυρα. Κι αν τύχει και δε γυρίσει το βλέμμα της βιαστικά, ενοχικά, θα δεις στο παράθυρο μια απεγνωσμένη. Που κλειδώθηκε μέσα. Κι ουρλιάζει στους περαστικούς, μήπως και πάψουν να ‘ναι περαστικοί. Φωνάζει και τραβάει τα κάγκελα των παραθύρων με όλη της τη δύναμη. Με όση δύναμη της έχει απομείνει. Αλλά δε βγάζει κιχ. Γιατί ντρέπεται -που σαν χαζή κλειδώθηκε μέσα. Και δε θυμάται από πού μπήκε. Και δεν ξέρει από πού να βγει. Κι απλά ουρλιάζει. Σε αυτούς που προσπερνούν.

Και τους μετράει. Κι ονειρεύεται πως περπατάει μαζί τους. Με τον έναν μιλάει για τις διακοπές που θα πάει με τις φίλες της. Στον άλλον λέει την αγωνία και τη λαχτάρα της για τη νέα δουλειά. Και κάποιον άλλον τον ρωτάει προς τα πού πέφτει το Παρίσι. Περαστικοί. Άγνωστοι. Και τους μισεί. Γιατί περπατάνε ελεύθερα. Και συζητάνε ελεύθερα. Ελεύθεροι να γίνουν αυτό που πραγματικά είναι.

Κάτω απ’ τον μανδύα υπάρχουν δύο φτερά. Όχι αγγέλου. Ούτε, όμως, και δαίμονα. Υπάρχουν δύο φτερά. Απλά. Απαλά. Διπλωμένα. Δεμένα. Κολλημένα στα πλευρά, για να μείνει στο πλευρό του. Για όσο του αρέσει. Για όσο μπορεί. Να την κρατάει από μία κλωστή. Να την κρατάει στη γη. Στον ρυθμό των δικών του βημάτων. Με ενθουσιασμό. Σαν παιδί που κρατάει ένα μπαλόνι που λύσσαξε να του πάρουν. Επειδή στον ύπνο του βλέπει ότι πετάει. Επειδή στον ξύπνιο του περπατάει. Με βήματα μεγάλα για τα πόδια του. Με βήματα μεγάλων.

Έτσι την κρατάει για όσο θα κρατήσει. Μέχρι να ξεφουσκώσει. Να μην μπορεί πια να αιωρηθεί, και να χάσει τη γοητεία της. Αυτή που την έκανε να ξεχωρίζει ανάμεσα στα πολύχρωμα μπιχλιμπίδια που περπατούσαν. Που τον έκανε να την κυνηγήσει. Σαν παιδί που κυνηγάει το μπαλόνι που μόλις απελευθερώθηκε απ’ τα μικρά κι ιδρωμένα δάχτυλά του.

Αυτή που την έκανε αυτή που ήταν. Πριν βαρύνουν τα φτερά της απ’ το βάρος της «αγάπης». Με λέξεις βαριές. Αβάσταχτες για δύο απλά, απαλά, φτερά. Λέξεις που τινάσσονται σαν λάσο στον ουρανό. Την αρπάζουν απ’ τον λαιμό και την ρίχνουν βίαια στη γη. Κι εκεί ραγίζουν το κορμί της. Με λόγια που ψιθυρίζει στο αφτί της. Όχι από αγάπη. Από ανασφάλεια. Για να φτάσουν σίγουρα και με ασφάλεια κατευθείαν στο μυαλό της. Να καρφωθούν εκεί και να καρφώσουν τα φτερά στα πλευρά. Εκεί που ξύνεται, μέχρι να ματώσει.

Λέξεις, φράσεις και προτάσεις. Βελόνες, καρφάκια και καρφιά. Που γεμίζουν τρύπες το εύθραυστο κορμί του μπαλονιού. Για να το πείσουν πως δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία φούσκα. Τίποτα ξεχωριστό. Μόνο τυχερό. Που βρέθηκε κάποιος να το κρατήσει. Δεμένο. Να το τραβάει όπου γουστάρει. Απ’ τον λαιμό. Όπως γουστάρει. Μέχρι να σκάσει. Για όσο γουστάρει. Μέχρι να πάψει να ‘ναι αλαζονικά αυτόνομο και ξέγνοιαστο μπαλόνι που τον κοιτάζει από ψηλά. Μέχρι να φτάσει στο ύψος του. Και πιο χαμηλά. Όλο και πιο χαμηλά. Μέχρι να γευτεί το χώμα που σέρνει τα παπούτσια του. Μέχρι να ξεφουσκώσουν τα μυαλά του που πήραν αέρα. Και να ξαναγεμίσουν. Με ανασφάλεια. Με αμφιβολία για το ποιο είναι. Μέχρι να μην είναι πια τίποτα, παρά μόνο δικό του. Του χεριού του. Τυλιγμένο γύρω απ’ τα ιδρωμένα, μικρά, δάχτυλά του.

Επειδή ήθελε να νιώσει μεγάλος. Να φουσκώσει ο εγωισμός του με τον θαυμασμό της. Μέχρι να γίνει φούσκα.

Θα μου πεις, είναι μόνο λέξεις. Και τα φτερά παραμένουν φτερά. Και το μπαλόνι παραμένει μπαλόνι, όσες φορές κι αν το πει κάποιος φούσκα. Θα σου πω, όμως, ότι και το «σ’ αγαπάω» είναι μόνο λέξεις. Δύο μόνο λέξεις. Οι δύο πιο επικίνδυνες.

Όταν σ’ αγαπώ γιατί είσαι μπαλόνι, ακριβώς επειδή είσαι μπαλόνι, τότε γίνομαι παιδί. Και σε κυνηγάω ξέγνοιαστο για πάντα. Και σε θαυμάζω εκεί ψηλά. Και πηδάω στον ουρανό, μέχρι να σε φτάσω. Μέχρι να βγάλω κι εγώ φτερά Όταν σ’ αγαπώ επειδή θα ‘θελα να είμαι κι εγώ μπαλόνι, τότε σε αρπάζω. Σε γειώνω.  Σε μεταμορφώνω. Σε αλλάζω βίαια και μεθοδικά. Με λέξεις. Με φόβο κι ανασφάλεια που σε στραγγαλίζουν κάθε φορά που σου λέω ότι σε αγαπάω. Σου φτιάχνω μια θηλιά και την ονομάζω αγκαλιά. Και σε σφίγγω μέχρι να σκάσεις. Και μετά θα πω ότι φταις που σε έσκασα.

Έπρεπε να το σκάσεις.

 

Συντάκτης: Γιάννα Κατ.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη