Είναι κι αυτή η μέρα που μεγάλωσε και δε σε αφήνει να κρύψεις το κεφάλι σου άλλο κάτω απ’ το πάπλωμα. Να μη σε βλέπουν για να μην τους βλέπεις. Να κρυφτείς απ’ τον κόσμο. Να τον ακούς να σε προσπερνάει απ’ το τζάμι του δωματίου σου με μια κάποια ικανοποίηση. Να τους ακούς να συζητάνε, να κουβαλάνε, να σφυρίζουν αδιάφορα. Κι εσύ ακόμα πιο αδιάφορα να γυρίζεις πλευρό. Και να βυθίζεσαι ξανά στον κόσμο σου. Που είναι πιο όμορφος από αυτόν που παρελαύνει λίγα μέτρα έξω απ’ το κρεβάτι σου.
Είναι, όμως, κι αυτός ο ήλιος που δεν καταλαβαίνει τα κλειστά παντζούρια. Και σαν αέρας χωράει από κάθε σημείο που ‘χεις απαγορεύσει την είσοδο. Και σε κάνει να ζεσταίνεσαι κάτω απ’ το σκεπάσματά σου. Και το ένα πόδι έξω δεν κάνει δουλειά πια.
Είναι κι αυτό το νυχτολούλουδο που σου χαλάει τις νύχτες. Που περίμενες πώς και πώς για να κοιμηθείς. Να χαθείς. Να ονειρευτείς. Κι αυτό το άτιμο σε κάνει να ονειροπολείς. Να επιθυμείς. Με μάτια που δεν τολμούν να κλείσουν. Με ρουθούνια που ανοίγουν διάπλατα να πάρουν αέρα. Και παίρνουν και τα μυαλά σου αέρα. Αέρα που θα μπορούσες να βάλεις στοίχημα ότι στα μόριά του μεταφέρει κάποιου είδους ναρκωτική ουσία. Ρουφάς και δε χορταίνεις. Και δε θα χορτάσεις. Τα όνειρα δε φτιάχτηκαν για χόρταση.
Μετά είναι κι αυτά τα χρώματα που πλημμυρίζουν τα μάτια σου. Και τα κάνουν να πλημμυρίζουν κι αυτά με τη σειρά τους. Γιατί έχεις αλλεργία στην ομορφιά. Αλλά εκείνη δε θα σε ρωτήσει. Σιγά που θα σε αφήσει να μην την δεις. Σιγά που θα σε αφήσει να την αφήσεις να προσπεράσει κι αυτή, όπως όλο τον κόσμο. Σου χτυπάει το τζάμι επίμονα. Σαν επισκέπτης που δεν περίμενες. Σαν την μάνα σου, όταν δε σηκώνεις το τηλέφωνο επειδή κοιμάσαι. Κι ανοίγεις τα παντζούρια για να της πεις να σε αφήσει στην ησυχία σου. Αλλά την βλέπεις. Και δεν την αναγνωρίζεις. Γιατί λίγες μέρες πριν ήταν ξερακιανή και μίζερη. Και συμπαθής. Τώρα έχει καμπύλες. Χρώματα. Κι απαλό δέρμα. Και λικνίζεται με αέρα μπροστά σου. Και σου απλώνει το χέρι για να λικνιστείς μαζί της. Αλλά εσύ είσαι παρουσία ξερακιανή. Και μίζερη. Και σε συμπαθείς έτσι.
Γι’ αυτό γυρίζεις αμέσως το βλέμμα σου αλλού. Στο τζάμι της μπαλκονόπορτας που πας να κλείσεις, για να κλείσεις απ’ έξω και την ομορφιά του κόσμου. Αλλά είναι μάλλον αργά γι’ αυτό. Γιατί έχει μπουκάρει πια μέσα. Και σε κοιτάζεις εκεί στο τζάμι αποσβολωμένη. Με μάγουλα ροδαλά, αναψοκοκκινισμένα, σαν να ‘χεις πάρει φωτιά. Και μάτια που γυαλίζουν με την ένταση της επιθυμίας. Και χείλη μισάνοιχτα που ψελλίζουν «πάμε». Κοιτάζεις κάτω από ντροπή. Για την ομορφιά που μπήκε μέσα κι έγινε δικιά σου. Κοιτάζεις κάτω και βλέπεις το δέρμα σου. Το χλωμό, άγριο, προστατευτικό σου δέρμα. Που ξεφλούδισε κι έπεσε από πάνω σου, σαν ρούχο μεγάλο. Κι άχαρο. Θα ήθελες να σου λείπει. Αυτή η έλλειψη προστασίας. Αλλά την αντάλλαξες με αίσθηση ελευθερίας. Και δε σε χωράει πια το στρώμα σου.
Βρίσκεις κάτι ελαφρύ σαν σύννεφο και ντύνεσαι ουρανός. Μπορείς να ‘σαι παντού, εκτός από εδώ. Οπουδήποτε. Φτάνει να βλέπεις ουρανό. Πριν το καταλάβεις, είσαι στον δρόμο. Και σου φαίνεται διαφορετικός χωρίς το τζάμι. Περπατάς ανάμεσα στον κόσμο. Και σφυρίζεις. Παίζεις με τα κλειδιά του αυτοκινήτου που κάνουν κούνια στα δάχτυλά σου.
Κατεβάζεις το παράθυρο για να πάρεις αέρα. Αυτόν που δε χορταίνεις. Που μεταφέρει γιασεμί και καλαμαράκι τηγανητό. Γεράνι κι ούζο. Νυχτολούλουδο και φιλί. Και τραγουδάς. Κι ας λένε άλλα οι στίχοι.
Κατεβάζεις και το δίπλα παράθυρο, αυτό του συνοδηγού. Που η θέση του είναι άδεια. Αλλά καμία ιστορία που αξίζει να μοιραστείς δεν ξεκινάει έτσι. Θα κάνεις, λοιπόν, μία στάση. Για να γεμίσεις τη θέση με εκείνον ή εκείνη που μυρίζει γιασεμί. Ή ούζο. Ή και τα δύο.
Και ξεκινάτε. Εκδρομή. Μακριά ή κοντά. Όπου σας βγάλει η βενζίνη. Βουνό ή θάλασσα. Όπου σας οδηγήσουν τα χρώματα. Θα φάτε όταν πεινάσετε. Σε κάποιο ταβερνάκι δίπλα στο κύμα, με δυο-τρία τραπεζάκια και φθαρμένο πλαστικό κάλυμμα. Και θα συνεχίσετε. Για όπου σας βγάλει ο δρόμος. Φτάνει να ‘στε στο δρόμο. Φτάνει να βλέπετε ανοιξιάτικο ουρανό. Γιατί η άνοιξη, όπως κι η ζωή, δεν περιμένει το καλοκαίρι. Γιατί η άνοιξη είναι ζωή. Και ξαναγεννιέσαι μαζί της. Ξεκίνα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη