Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν τα χέρια τους μισοφέγγαρα. Και βάζουν το ένα μέσα στο άλλο, με την ελπίδα τα δυο μισά να γίνουν ένα. Ένα φεγγάρι γεμάτο. Αλλά τα χέρια μένουν άδεια. Να ζητούν. Να επαιτούν. Η μία παλάμη μέσα στην άλλη σχηματίζουν μια μικρή γούρνα που περιμένει να ξεδιψάσει. Και περιμένει τις σταγόνες να τη γεμίσουν. Κι όσο περιμένει, μετράει τις σταγόνες και τις νιώθει μία-μία. Σαν μαρτύριο.
Γιατί αν δε μαρτυρήσεις, πώς θα λυτρωθείς; Μα τι άνθρωποι είναι αυτοί, με τα χέρια απλωμένα! Μήπως και πέσει κάποιο ψίχουλο. Μα το στομάχι ουρλιάζει περισσότερο στην προσμονή παρά στην παραδοχή. Και το στόμα αρχίζει να κολλάει απ’ τις σταγόνες που δε θα γίνουν ποτέ νερό.
Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που νηστεύουν το ψωμί και το νερό; Που γίνονται μάρτυρες. Με τις παλάμες να προσεύχονται, να παρακαλούν, να ικετεύουν. Να λιμοκτονούν. Και να ευγνωμονούν γι’ αυτό το λίγο. Για αυτό το λίγο που σε αφήνει πιο λίγο. Ποιοι είναι αυτοί οι ταπεινοί προσκυνητές; Μα, πάνω από όλα, σε ποιον θεό ελπίζουν; Ξέρεις ήδη την απάντηση.
Αγάπη. Αυτός είναι ο θεός που μπορεί να σε κάνει να γονατίσεις. Να νιώσεις μικρός και ταπεινός. Γεμάτος φόβο και πάθος. Αγάπη. Αυτή είναι η αιτία. Η δικαιολογία. Για τους δογματικούς που πήραν κατά λέξη το «πεθαίνω για ‘σένα». Κι αποφάσισαν να αποδείξουν την αγάπη τους, επιτρέποντας στον άλλο να τους βγάζει την ψυχή. Αυτό πιστεύουν, και δεν ερευνούν.
Δεν αναρωτιούνται τι σόι θεός είναι αυτός που απαιτεί ανθρωποθυσίες. Δεν αμφισβητούν, γιατί είναι αμαρτία. Γιατί αν αμφισβητήσουν, θα αλλάξουν κοσμοθεωρία. Και θεό. Και σύντροφο. Και το χειρότερο από όλα, εαυτό. Γιατί αν δεν είναι ταγμένοι, τότε τι είναι; Κι είναι εύκολο να γίνεις εικονολάτρης. Να αγαπήσεις τον πόνο περισσότερο απ’ την αγάπη. Γιατί υπάρχει κάτι γοητευτικό στη μαύρη μαγεία. Υπάρχει κάτι ηδονικό στη θυσία. Υπάρχει αυτή η καταραμένη ψευδαίσθηση της κάθαρσης.
Όσο μεγαλύτερος ο πόνος, τόσο μεγαλύτερη η απόδειξη της αγάπης. Όσο μεγαλύτερος ο εξευτελισμός, τόσο πιο άξιος ο προσκυνητής. Γιατί η υπόσχεση του παράδεισου είναι πολύ γλυκιά. Γιατί δεν υπάρχει παράδεισος χωρίς κόλαση. Έτσι τουλάχιστον έμαθαν. Έτσι τους κατήχησαν. Ότι η αγάπη είναι πόνος. Και δεν εννοούμε τον ηδονικό πόνο κοινή συναινέσει. Εννοούμε τον ψυχαναγκαστικό. Τον εμμονικό. Τον παραισθησιογόνο. Αυτόν που τον φωνάζουν «αγάπη».
Επειδή στην αίρεση αυτή, ο πόνος είναι αγάπη. Αυτή που σε κάνει πιο δυνατό. Πιο ανεκτικό. Και περνάς απ’ τη μία πίκρα στην άλλη. Απ’ τη μία δοκιμασία στην επόμενη. Κι έτσι ανεβαίνεις βαθμίδες ιεροσύνης. Μέχρι να εξιλεωθείς απ’ τις αμαρτίες και να ‘σαι άξιος της αγάπης. Ή να σπάσεις. Και να χάσεις την πίστη σου. Και να αρχίσεις να πιστεύεις σε εσένα. Και να κόψεις τις συγγνώμες. Να σταματήσεις να γυρίζεις και το άλλο μάγουλο, ελπίζοντας πως αυτή τη φορά σε περιμένει φιλί κι όχι σφαλιάρα. Να κάψεις τα συγχωροχάρτια που δε χωράνε πια στα συρτάρια σου. Μέχρι να αμαρτήσεις. Να επαναστατήσεις και να ξεχωρίσεις τον ψεύτικο θεό απ’ τον αληθινό.
Αν δε βρέθηκες ποτέ εκεί, αν δεν ανέβηκες ποτέ στον σταυρό, μην αρχίζεις τα καντήλια. Είναι ανθρώπινο. Κι ο προσηλυτισμός είναι ύπουλος και γλυκός. Αργός κι αποτελεσματικός. Μέχρι την ημέρα που ο πόνος γεμίζει επιτέλους τις δυο άδειες σου παλάμες. Και τον δέχεσαι σαν το δώρο που περίμενες τόσο υπομονετικά. Το δώρο που σου αξίζει. Και το κρατάς σαν τραυματισμένο πουλί. Κι εύχεσαι να μείνει τραυματισμένο. Για να μείνει στη φωλιά που του έφτιαξες με τα δυο σου χέρια. Να μείνει δικό σου. Κι ας είναι μόνο πόνος.
Είναι όλος δικός σου. Τον φωνάζεις «αγάπη» κι ας μην έχει φτερά πια. Κι ας μην είναι η αγάπη αυτή που σε κάνει να νιώσεις τι πάει να πει ελευθερία. Που σε κάνει ασταμάτητο. Γεμάτο. Τόσο δυνατό που ο πόνος φοβάται να σε αγγίξει. Που δε φοβάσαι ούτε θεούς ούτε δαίμονες. Γιατί εσύ τραγουδάς ένα τραγούδι-προσευχή. Ένα τραγούδι που ξέρεις μόνο εσύ. Και δεν περιμένεις. Δεν μπορείς να περιμένεις. Γιατί η αγάπη είναι ήδη εκεί. Είσαι ήδη εσύ. Κι απλώνεις τα χέρια σου για να τα ενώσεις με δύο άλλα χέρια. Χωρίς να ζητάς.
Εσύ, λοιπόν, που δεν πίστεψες ποτέ σε ψεύτικους προφήτες και παραμορφωμένες αγάπες, κάνε μια προσευχή για τους αμαρτωλούς.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη