Θυμάσαι τότε που ήσουν μικρό κι όλα σου φαινόντουσαν μεγάλα; Τόσο που εύκολα χωρούσες σε όλα. Και σε έβλεπες εύκολα μέσα σε όλα. Γιατί όλα ήταν υπέροχα και φανταστικά, κι ανέφικτα κι άρα αυτομάτως ασφαλή. Μακρινά όσο η Αμερική. Και τα ευχόσουν με όλη σου την ψυχή.

Θυμάσαι τότε που περνούσες τα καλοκαίρια ανάσκελα στο νησί; Κι επειδή ήσουν μικρό, γλιστρούσες εύκολα τα βράδια μέσα σε ξένες βάρκες. Κι επειδή ήσουν μικρό, κανενός το μυαλό δε θα πήγαινε στο κακό. Κι αν τύχαινε κάποιος να σε κάνει τσακωτό, το πολύ-πολύ να άκουγες καμιά φωνή. Αλλά πάντα για το δικό σου το καλό.

Αλλά είπαμε, ήσουν μικρό. Και χωρούσες εύκολα κάτω από τα βρομόπανα των ψαράδων. Και τρύπωνες εύκολα ανάμεσα στα άδεια καφάσια, που αύριο θα γέμιζαν ψαρίλα. Αλλά εσένα καθόλου δε σε πείραζε. Γιατί μπορεί να ήσουν εκεί, αλλά έβαζες τα ακουστικά σου και ταξίδευες πολύ μακριά, ξάπλα στη βάρκα σου. Κι εκεί που πήγαινες μύριζε καυσαέριο και κέικ. Όχι σαν αυτά που σου έφτιαχνε η γιαγιά σου τις μέρες που δε σε νήστευε. Κέικ-ουρανοξύστες, σαν αυτά που έβλεπες στις ταινίες, κάποιες Κυριακές, κάτι μεσημέρια. Κι ονειρευόσουν ότι ζεις στην κορυφή του ουρανοξύστη, με μία μεγάλη βεράντα και μεγάλο κρεβάτι και μεγάλη κουζίνα, γεμάτη μεγάλα κέικ.

Ανάσκελα συνέχιζες να την βγάζεις μέχρι που έβγαλες το σχολείο. Με τα ακουστικά εκεί, κολλημένα. Να περιμένεις μήπως και παραπατήσει κάνα αστέρι και πέσει. Μπας και σου κάνει τη χάρη. Φυσούσες και ξεφυσούσες κι ευχόσουν για πράγματα που σου έμοιαζαν τόσο μακρινά όσο η Ανταρκτική. Κι έκλεινες τα μάτια σου τόσο δυνατά που τα βλέφαρα μπλεκόντουσαν σαν τα δίχτυα των ψαράδων. Και προσπαθούσες να δεις μέσα στο σκοτάδι ένα κίτρινο απόκοσμο, κι ένα πράσινο που αλλάζει γνώμη και γίνεται μπλε κι ένα ροζ που δεν έχεις ξαναδεί. Και κάπως έτσι, με τα μάτια γυρισμένα στο κεφάλι, κοιτούσες το Aurora Australis, που τότε δεν είχες ιδέα πώς λέγεται ή πού βρίσκεται ακριβώς. Κι όταν έμαθες, καθόλου δε σου άρεσε και το βάφτισες  «ουράνιο τόξο των ξενύχτηδων».

Και τώρα ήσουν κάπου στη μέση του πουθενά. Σε μία βάρκα, πολύ μεγαλύτερη απ’ τη δική σου, να κάνεις παρέα με πιγκουίνους που η ζωή τους κρεμόταν απ’ τη δική σου. Γιατί τότε ήσουν ακόμα αρκετά μικρό κι όλη η ζωή ήταν μπροστά. Κι όλα ήταν τόσο μακρινά που μπορούσες να τα αλλάξεις. Αρκεί να είχες την ευκαιρία. Μία μόνο ευκαιρία. Κι ευχόσουν για αυτήν. Κι αν ερχόταν λίγο πιο κοντά, τότε σίγουρα θα την άρπαζες.

Στο μηχανογραφικό δε βρήκες πουθενά σχολή πιγκουινολογίας κι έβαλες πλώρη για άλλη «Αμερική», για άλλη «Ανταρκτική». Κι απ’ τους πιγκουίνους το έριξες στους ανθρώπους. Πιο περίεργα πλάσματα. Με κοστούμια που τα βάζουν, και τα βγάζουν, και τ’ αλλάζουν. Εκείνοι, όμως, αλλάζουν; Εσύ;

Αναρωτιέσαι ανάσκελα χωρίς να μπορείς πια να κρυφτείς ανάμεσα σε καφάσια και λερωμένα πανιά. Χωρίς δικαιολογία για τους μεγάλους που δεν ήταν πια τόσο μεγάλοι. Κι η ψαρίλα σε ενοχλεί. Και σε ενοχλούν κι οι άνθρωποι που δεν τους πολυκαταλαβαίνεις. Που δε σε πολυκαταλαβαίνουν. Και δεν καταλαβαίνεις γιατί είσαι ακόμα εδώ κι όχι στη δική σου Αμερική. Και σου λείπει. Δεν ξέρεις τι. Αλλά είναι εκεί. Επειδή δεν είσαι εκεί. Και βάζεις τα ακουστικά για να τα πεις με κάποιον που τα λέει με τρόπο που τα καταλαβαίνεις. Απόψε είναι ο Dylan. Και σου λέει για τις «Αμερικές» που έρχονται και φεύγουν. Κι η δική σου είναι πιο μακριά από ποτέ. Κι εύχεσαι για αυτήν πιο δυνατά από ποτέ. Κι ορκίζεσαι πως αν ήταν πιο κοντά, θα την άρπαζες. Θα την τραβούσες απ’ τον γιακά, θα την κλείδωνες ανάμεσα στα χέρια σου. Θα διέσχιζες κάθε δασική περιοχή της, θα χαρτογραφούσες κάθε κλείδωσή της. Θα πολεμούσες κάθε εισβολέα, μέχρι να βάλεις τη σημαία σου σε κάθε γωνιά της. Φτάνει να ‘χες την ευκαιρία. Μία ευκαιρία.

Απόψε ακούς έναν άλλον φίλο σου. Χωρίς ακουστικά. Παίζει στο κεφάλι σου. Ξεκινάει μία συναυλία μόνο για εσένα, μόνο για ένα τραγούδι, μόνο για έναν στίχο: “I was standing, you were there, two worlds collided”. Κι δύο Αμερικές συναντιούνται. Ο κόσμος γύρω σου συνεχίζει να χορεύει, να μιλάει, να πίνει. Ο κόσμος γύρω σου συνεχίζει να γυρίζει. Αδαής κι αγενής. Κι ευτυχής.

Ο δικός σου, όμως, σταματάει. Κι αν κάνεις ακόμα ένα βήμα δε θα υπάρχει επιστροφή.  Το ξέρεις. Δεν έχεις καμία δικαιολογία. Κανένα μέρος να κρυφτείς. Το ξέρεις. Δύο κόσμοι θα συγκρουστούν. Θα ξυπνήσουν τα κοιμισμένα ηφαίστεια. Οι θάλασσες θα αναστατωθούν και θα σηκώσουν κύματα για να ορμήσουν στην άγνωστη γη. Στην «Αμερική» που είναι εδώ. Και σε κοιτάζει. Και την κοιτάζεις. Και θα μπορούσες να κάνεις πως δεν την βλέπεις. Να χαμηλώσεις το βλέμμα σου και με ένα σεμνό χαμόγελο να γλυτώσεις τη σύγκρουση. Την καταστροφή.

Και, τελικά, πηδάς για πρώτη φορά απ’ τη βάρκα σου.  Και μαθαίνεις πως δεν έμαθες ποτέ να κολυμπάς.

Κι ανακαλύπτεις ότι η Αμερική δεν ήταν ποτέ στεριά αλλά θάλασσα.

 

Συντάκτης: Γιάννα Κατ.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη