Σήμερα γίνεται σεισμός. Καταστροφή. Κι εσύ στέκεσαι στη μέση του δωματίου, χωρίς καμία πρόθεση να κάνεις βήμα. Στέκεσαι και κοιτάζεις τους τοίχους να ραγίζουν, τους σοβάδες να πέφτουν. Στην αρχή σαν λευκές νιφάδες, αδύναμες και ξαφνιασμένες γι’ αυτό που τους συμβαίνει. Κι όσο δεν καταλαβαίνουν, τόσο αρχίζουν να οργίζονται. Κι όσο περισσότερο καταλαβαίνουν, τόσο μετατρέπονται σε χιονοστιβάδα που θέλει να σε πνίξει. Να σε σκάσει. Να σε πάρει στην αγκαλιά της και να πεθάνεις μαζί της. Στέκεσαι και περιμένεις την οργή της. Γιατί είναι για ‘σένα.
Στέκεσαι κι ας μη στέκεται πλέον τίποτα όρθιο εδώ μέσα. Δίπλα σου πέφτει μία κορνίζα. Τη βλέπεις να πέφτει, αλλά δε θα απλώσεις το χέρι σου να τη σώσεις. Κι ας έχεις όλο τον χρόνο του κόσμου να το κάνεις. Την αφήνεις να πέφτει. Κι ας φαίνεστε τόσο ευτυχισμένοι σε αυτή τη φωτογραφία. Περιμένεις υπομονετικά να ολοκληρώσει τη δραματική της πτώση για να τιναχτούν τα γυαλιά της στο δέρμα σου. Να καρφωθούν πάνω σου. Να γαντζωθούν σαν νύχια, σε μία ύστατη προσπάθεια να παραμείνουν δικά σου. Πονάνε. Και σε πονάνε.
Αυτή η ησυχία που ‘ρχεται μετά τον κρότο του σπασίματος σε αγχώνει. Σε πονάει περισσότερο απ’ τις ουλές που σου άνοιξαν τα γυαλιά. Αυτή η ησυχία είναι σπαρακτική. Αλλά είσαι ακόμα εκεί.
Απόψε η Γη τραντάζεται. Αλλάζει θέση στον κόσμο, γιατί χάνει τη θέση της στον δικό σου. Κι αυτό το σπίτι βουλιάζει. Στέκεσαι και κοιτάζεις τους σκασμένους τοίχους να κλαίνε. Το νερό απ’ την ξεχειλισμένη μπανιέρα ξεχύνεται στο σαλόνι. Στην κουζίνα. Στο υπνοδωμάτιό σας. Και το κρεβάτι σας μοιάζει πολύ βαρύ για να κρατηθεί στην επιφάνεια. Στέκεσαι και το κοιτάζεις να βουλιάζει. Αλλά οι μουσικοί δε θα ‘ρθουν να παίξουν για εσάς ένα τελευταίο ταγκό. Στέκεσαι και νιώθεις το νερό παγωμένο να σκαρφαλώνει στα πόδια σου. Να σου παγώνει το αίμα για να σου παγώσει και την καρδιά και να σταματήσει να χτυπά. Γιατί σταμάτησε να χτυπά για ‘κείνον που μέχρι χθες ήταν ο άνθρωπός σου. Που μέχρι χθες ήταν δίπλα σου.
Σήμερα στέκεται απέναντί σου. Στέκεστε ο ένας απέναντι απ’ τον άλλον, στη μέση μίας καταστροφής. Μίας συντέλειας του κόσμου. Του δικού σας κόσμου. Και θα στέκεστε εκεί μέχρι να σκοτώσει ο ένας τον άλλον. Στέκεσαι και κοιτάζεις. Να πέφτει. Να σπάει. Να διαλύεται. Και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό.
Στέκεσαι και κοιτάζεις. Να ξανασηκώνεται απ’ την οργή, μόνο και μόνο για να σε κάνει να πέσεις κι εσύ. Να σπάσεις. Να διαλυθείς. Να νιώσεις για μια τελευταία φορά αυτό που νιώθει. Να μοιραστείτε για μία τελευταία φορά το ίδιο συναίσθημα. Κι αφού δεν μπορεί αυτό να ‘ναι αγάπη, ας είναι πόνος. Ας είναι μίσος.
Στέκεται απέναντί σου και σε πληγώνει. Το ίδιο συνειδητά που κάποτε σε αγκάλιαζε για να κοιμηθείς, για να ζεσταθείς απ’ το κρύο. Για να μη βραχείς μία μέρα που επέμενες να μην πάρεις μπουφάν. Σε μειώνει, με το ίδιο πάθος που κάποτε εξυμνούσε καθετί που έκανες. Που δε θα μπορούσες να κάνεις ποτέ τίποτα λάθος, γιατί ήσουν ένας υπέροχος άνθρωπος. Σήμερα είσαι ο χειρότερος του κόσμου. Σήμερα σκότωσες έναν άνθρωπο. Αυτόν που ήταν ο άνθρωπός σου.
«Μου κατέστρεψες τη ζωή» λέει. Και σου καταστρέφει την ψυχή. Τη σημαδεύει με μία ουλή που δε θα φύγει ποτέ. Που θα την κουβαλάς για πάντα. Τις περισσότερες μέρες θα ξεχνάς ότι είναι εκεί. Ώσπου μια μέρα θα ξυπνήσει ξανά και θα αρχίσει να σε πονάει. Τη μέρα που θα σου ξεφύγει το «σ’ αγαπώ» σε έναν άλλον άνθρωπο. Που τόσες φορές συγκράτησες ανάμεσα στα χείλη σου από φόβο μην καταστρέψεις άλλη μία ζωή. Μη σκοτώσεις άλλον έναν άνθρωπο.
Γιατί έχεις μάθει πια ότι τα λόγια της αγάπης έρχονται εύκολα κι είναι ανάλαφρα και δροσερά. Αλλά το ίδιο εύκολα έρχονται και τα λόγια του μίσους. Μόνο που αυτά είναι βαριά και φαρμακερά. Και δεν υπάρχει αντίδοτο. Πεθαίνεις.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη