Σου λένε «άκου την καρδιά σου». Σε συμβουλεύουν «ακολούθησέ την». Σε ρωτάνε και καλά ρητορικά «τι λέει η καρδιά σου;». Και τους κοιτάς και δε λες τίποτα. Πίνεις απλά μια γουλιά ακόμα καφέ. Ίσως ανάβεις κι ένα τσιγάρο. Απλώς για να στρέψεις το βλέμμα σου αλλού. Γιατί δε θες να δουν την ειρωνεία που σου ξεφεύγει. Γιατί μετά θα πρέπει να εξηγήσεις πράγματα ανεξήγητα σε όσους κάνουν αυτές τις ερωτήσεις. Γιατί, χωρίς να το καταλαβαίνουν, για εκείνους είναι πραγματικές ερωτήσεις.
Δεν το ξέρουν ότι δεν ξέρουν. Και δε θες να τους το χαλάσεις. Αν ήθελες, κι αν δε βαριόσουν, κι αν άντεχε το στομάχι σου να μιλήσει για την καρδιά σου, τότε θα τους έλεγες απλά και περιπαιχτικά: «Γιατί, από πότε η καρδιά έβγαλε στόμα και τα πνευμόνια αφτιά για να ακούσεις τι λέει; Κι από πότε η καρδιά ανέλαβε ρόλο GPS για να την ακολουθήσω κιόλας; Εγώ, που χάνω το αμάξι μου στην ευθεία του σπιτιού μου».
Χαμογελάς, αλλά για τους δικούς σου λόγους. Κατεβάζεις το βλέμμα στο καλαμάκι σου, ρουφάς και χάνεσαι στο ποτήρι σου. Κι αναρωτιέσαι, ποιοι είναι αυτοί, τέλος πάντων, που μπορούν να τα λένε αυτά. Ποιοι είναι αυτοί που ακολούθησαν την καρδιά τους και σε προτρέπουν να κάνεις κι εσύ το ίδιο. Και κυρίως, πού είναι αυτοί τώρα; Πού τους οδήγησε αυτή η περιβόητη καρδιά; Σε κάποιον βολικό καναπέ, δίπλα σε κάποιο τζάκι, μέσα σε κάποια ασφαλή αγκαλιά; Σε κάποια βρόμικη χιλιοακουμπισμένη μπάρα ξενυχτάδικου, γεμάτη με τα δαχτυλικά αποτυπώματα άλλων παραφρόνων; Σε κάποιο δρόμο που ούτε που ξέρουν πού πηγαίνει, αλλά τον ακολουθούν, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν έχουν κάπου αλλού να πάνε;
Εσύ που λες «ακολούθα την καρδιά σου», έχεις ξυπνήσει κάποια Κυριακή του Αυγούστου, σε μια άδεια πόλη, να προχωράς μέχρι το περίπτερο στη γωνία του σπιτιού σου και να μην αναγνωρίζεις ούτε τη γωνία ούτε το σπίτι σου; Εσύ, που με κοιτάς με μάτια γεμάτα ελπίδα και σαπουνόπερα, και λες σε εμένα «άκου την καρδιά σου», έχεις ακούσει ποτέ κανέναν να κλαίει με αναφιλητά και μακρόσυρτο πόνο, που γίνεται φωνή μέσα στη νύχτα; Και βέβαια όχι. Γιατί συνήθως βάζουμε το χέρι μας μπροστά απ’ το στόμα και τη μύτη και κόβουμε τη φωνή μας. Και το δαγκώνουμε όταν αρχίζουμε να σκάμε. Και πνιγόμαστε. Από σάλια, δάκρυα, έλλειψη οξυγόνου. Και μοναξιά.
Εσύ που μου μιλάς με τόση τόλμη για πράγματα παράτολμα, που με ρωτάς «τι λέει η καρδιά μου», αντέχεις να ακούσεις την απάντηση; Αντέχεις να ακούσεις τον θόρυβο που κάνει η αξιοπρέπεια όταν πέφτει; Να μετρήσεις μαζί μου τα σκαλιά μέχρι να πιάσω πάτο; Γιατί εκεί δε σε περιμένουν ηλιοβασιλέματα, ουρανοί κι άστρα. Εκεί δε βλέπεις ουρανό. Βλέπεις μόνο διάφορους εαυτούς σου. Τον κακό, τον άσχημο, τον λίγο, τον ανήθικο, τον ηλίθιο, τον ανεπαρκή. Να συνεχίσω; Αντέχεις; Γιατί αυτή είναι η απάντηση στην ερώτησή σου, «τι λέει η καρδιά μου».
Μη ρωτάς, λοιπόν, τι λέει η καρδιά μου. Ρωτά τι μου έκανε καλύτερα. Τι μου έκανα όταν κι εγώ είχα σαπουνόπερα στα μάτια. Ρώτα σε πόσους τοίχους κουτούλησα. Σε πόσα κομμάτια έσπασα. Μέχρι που έγινε κι αυτή η περίφημη καρδιά αταίριαστα κομμάτια παζλ κι επιτέλους το βούλωσε κι αποφάσισε να κάνει τη δουλειά της. Να στέλνει αίμα στα υπόλοιπα όργανα για να κάνουν κι αυτά τη δουλειά τους.
Κοίτα, λοιπόν, κι εσύ τη δουλειά σου και μη με ρωτάς. Γιατί την επόμενη φορά δε θα τα καταπιώ με μια γουλιά τζιν. Θα τα φτύσω όλα. Θα σου μιλήσω για ώρες βυθισμένη στην μπανιέρα, να παλεύω να συγκεντρωθώ στον επαναλαμβανόμενο ήχο της σταγόνας που τρέχει απ’ τη χαλασμένη βρύση κι επιτέλους βρίσκει την ελευθερία της. Και να την ζηλεύω. Μέχρι που μουλιάζει το δέρμα και μαραζώνει. Όπως ακριβώς μου ταιριάζει. Θα σου πω για νύχτες που έχουν το πολύ δυο ώρες και για μέρες που ‘ναι ατελείωτες. Που δε θυμάσαι το όνομά τους. Για εβδομάδες χωρίς σαββατοκύριακα. Για αργίες που δεν ξεκουράζεσαι. Ούτε κουράζεσαι. Για τραπέζια και γιορτές που λείπεις.
Γι’ αυτό σου λέω, άσε με καλύτερα να σε κεράσω ένα ποτό ακόμα, να γεμίσεις το λαρύγγι σου και να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό. Να πούμε για τον καιρό, να γκρινιάξουμε για τη δουλειά και το πόσο κακοί είναι όλοι οι άλλοι οδηγοί στο δρόμο. Άσε καλύτερα, ας μη μιλήσουμε για έρωτα και πράγματα επικίνδυνα. Άσε που πάλι ξέχασα πού πάρκαρα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη