Είναι τρεις η ώρα το πρωί και κοιμάσαι ώρα τώρα. Πού να φανταστείς ότι, όπου να ‘ναι, θα σε πάρω τηλέφωνο. Αλλά, αλήθεια, το τηλέφωνό σου θα χτυπήσει από λεπτό σε λεπτό. Δώσ’ μου, όμως, μια στιγμή πρώτα να βρω το θάρρος. Να δω τι θα σου πω. Πώς θα σου εξηγήσω τα ανεξήγητα. Που, βέβαια, δεν είναι δα και τόσο περίπλοκα.
Προς θεού, μην πάει ο νους σου στο κακό. Με ξέρεις. Βλέπεις μέσα μου σαν ακτινογραφία. Κι αυτό είναι το πρόβλημά μου. Ξέρεις ότι δεν κάνω χαζομάρες. Εκτός από απόψε. Εκτός κι αν πρόκειται για ‘σένα. Που ψοφάω να νιώσω πως σου είμαι απαραίτητη. Βαριά κουβέντα, άσ’ το. Μοναδική; Too much, ε; Έστω, βρε παιδί μου, ότι με γουστάρεις. Ότι με θέλεις δικιά σου.
Μην κοιτάς που το παίζω υπεράνω κι ανεξάρτητη και «δεν ανήκω σε κανέναν». Κανένας άνθρωπος, στην ιστορία του διαγαλαξιακού σύμπαντος, δεν είναι τόσο υπεράνω που να μη θέλει να δει μία τόση δα μικρούλα ζήλια στα μάτια του συντρόφου του. Να πιστέψει έστω και για λίγο ότι θα τον διεκδικούσε, ότι θα πάλευε για ‘κείνον. Δε σου λέω να πετάξεις το γάντι στη μούρη και να μονομαχήσετε στην ανατολή του ήλιου. Αλλά δεν είναι και καμία αμαρτία να δείξεις ότι, έστω και λίγο, ζηλεύεις. Ότι έστω και λίγο φοβάσαι ακόμα και στην απίθανη ιδέα του να με χάσεις.
Ναι, ναι ξέρω. Κανέναν δεν κρατάς με το ζόρι. Αν κάποιος είναι δικός σου, κανείς δεν μπορεί να στον πάρει, κι άλλα τέτοια πολιτισμένα. Αλλά τι θα έλεγες μία στο τόσο να μην είμαστε πολιτισμένοι; Γιατί, μία στο τόσο, κουράζομαι να μην είμαι κανενός. Και το μόνο που πραγματικά χρειάζομαι είναι να με χρειάζεσαι. Να σου ανήκω. Ξέρω. Ντροπή κι αίσχος. Νιώθω τις συγχρονισμένες μούντζες στη μούρη μου. Νιώθω τα γέλια σου να μεγαλώνουν κι εγώ να μικραίνω. Να κοκκινίζω και να ντρέπομαι που έπεσα τόσο χαμηλά.
Για την ακρίβεια, έπεσα πάνω σε μία κολόνα. Η κολόνα έφταιγε. Που είναι υπεράνω κι αμετακίνητη και κυρία. Παγοκολόνα, παιδί μου. Ξέρει αυτή τι είναι να οδηγείς με τακουνάρες μες στη νύχτα, με το ένα μάτι κλειστό απ’ τη νύστα και το άλλο απ’ τη μάσκαρα; Γιατί νύσταζα η αλήθεια είναι και πολύ θα ήθελα να κοιμάμαι μαζί σου εδώ κι ώρα. Να έχω κουρνιάσει κάτω απ’ το μπράτσο σου και να χαζεύω το στέρνο σου να ανεβοκατεβαίνει καθώς αναπνέεις, και να κάνω νοητά high five στον εαυτό μου που είμαι η πιο τυχερή γυναίκα στον κόσμο. Αλλά γυναίκα, φίλε μου. Κι έχω ανάγκη να νιώσω ποθητή. Από εσένα και μόνο.
Κι αν δεν αργήσω να γυρίσω σπίτι, πώς θα σκεφτείς ότι περνάω και μόνη μου καλά; Πώς θα αναρωτηθείς με ποιον περνάω καλά; Πώς θα σου μπουν δαιμονικές σκέψεις ότι ίσως και κάποιος από το δίπλα τραπέζι μας είδε έτσι κοριτσοπαρέα και μας έστειλε κερασμένα ποτά; Γιατί φοράω και τακούνια, ε. Δεν ξέρω αν τα πρόσεξες, όταν έφευγα. Τόσο σαματά έκανα πάνω-κάτω στο παρκέ. Από δωμάτιο σε δωμάτιο. Τίναζα τα πόδια μου σαν άλογο, μπας κι αφηνιάσεις σαν ταύρος. Αλλά ρουθούνι δεν άνοιξε. Τσάμπα το γκάλοπ. Όχι το πολιτικό. Γκούγκλαρέ το.
Και λέω «Έτσι είσαι κύριος; Τώρα θα δεις». Κι έβαλα κι άρωμα. Το ψέκαζα με ανοιχτή την πόρτα για να με βλέπεις. Με ύφος Μπελούτσι σε ασπρόμαυρη, και καλά, ρετρό διαφήμιση, που τυχαία της πέφτει η ράντα του κομπινεζόν. Κι έριξα τη ράντα, και πήρα και το λάγνο μεν αδιάφορο δε βλέμμα. Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι παίζει και να αλληθώρισα, γιατί το ένα μου μάτι ήταν στον καθρέφτη και το άλλο σε ‘σένα. Να δω αν με κοιτάς. Αλλά μπα.
Μου πέταξες μετά κι ένα «καλά να περάσεις», όταν έκανα πως ψάχνω τα κλειδιά μου για να δεις ότι έβαλα φούστα κοντή και με γείωσες περισσότερο κι από ό,τι γείωνε η Μαρία Χοακίνα τον Σιρίλο. Αλλά πού να τα ξέρεις εσύ αυτά. Εσύ, είπαμε, είσαι πολιτισμένος και πολύ πολύς για ανασφάλειες και ζήλιες κι ανάγκες για διεκδικήσεις κι επιβεβαιώσεις.
Πήρα σβάρνα, λοιπόν, τους δρόμους. Φουντωμένη, απογοητευμένη. Κι ανασφαλής για τη δική σου σιγουριά. Κι όλα τα αρώματα που έχει διαφημίσει η Μπελούτσι δεν έφταναν για να με κάνουν να νιώσω ωραία και μοιραία. Αλλά κυρία, μην ξεχνιόμαστε. Έγινα και πάλι πολιτισμένη, όταν συνάντησα το κορίτσια. Που ζηλεύουν που δε ζηλεύεις. Ζηλεύουν την όμορφη φιλελεύθερη σχέση μας και κάνουν τάματα στην Παναγιά της Τήνου να βρουν κι εκείνες μία σχέση τόσο ισορροπημένη, τόσο ασφαλή.
Τόσο ανασφαλή. Αυτό θέλω να τους φωνάξω. Αλλά είπαμε. Υπεράνω. Χαμογελάω. Και κοιτάω το κινητό μου, μήπως κι έγινε κάνα θαύμα κι αναρωτήθηκες πού βρίσκομαι. Αλλά εσύ κοιμάσαι κι ονειρεύεσαι. Ελπίζω εμένα. Μάλλον όχι εμένα. Σιγά μην ονειρεύεσαι εμένα. Χέστηκες. Αυτά σκέφτομαι εδώ και δύο ώρες περίπου που κάνω γύρους με το αμάξι. Γιατί μετά τη μία ώρα είχε νυστάξει ακόμα κι ο μπάρμαν απ’ τα χορωδιακά χασμουρητά μας στην μπάρα, οπότε πήραμε τις τσαντούλες μας και τις ψηλές μυτούλες μας και φύγαμε. Αλλά σιγά μη γυρνούσα τόσο νωρίς σπίτι. Χα!
Όχι, κύριος! Απόψε είμαι ωραία και μοιραία. Και λίγο χτυπημένη στο κεφάλι απ’ την κολόνα που δεν είδα, επειδή έψαχνα το κινητό μου για το μήνυμα που δεν έστειλες, επειδή δε με έψαξες στο κρεβάτι μας, επειδή δε σου έλειψα κι επειδή καμία διαφορά δε σου κάνει, αν το κεφάλι μου είναι πάνω στο μπράτσο σου και το χέρι μου πάνω στο στήθος σου που πάει πάνω-κάτω. Άνω-κάτω μ’ έχεις κάνει.
Χτυπάει. Το σηκώνεις στο δεύτερο τουτ. Η φωνή σου βγαίνει απ’ τα έγκατα της γης. Η δική μου με το ζόρι. Λοιπόν, αν δε με γουστάρεις πια, να μου το πεις στη μούρη, αντί να σπάω εγώ το κεφάλι μου σε ξενέρωτες παγοκολόνες στους δρόμους. Κατάλαβες; Και δε σε χρειάζομαι. Και δε με νοιάζει τι κάνεις τόσες ώρες που, τάχα μου, κοιμάσαι.
Ξανακοιμήσου!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη