Πίσω στο Μαγκρέμπ, σε μια χώρα που κατάργησε τη δουλεία το 1981, ζούσε ένας νεαρός ναύτης. Ο Μόχα ξεχώριζε από όλους τους άλλους, ήταν ένας άνθρωπος γενναίος που έτρεφε μεγάλο ενδιαφέρον για τα ταξίδια, την ποίηση και την ελευθερία. Το παρουσιαστικό του δε φανέρωνε με τίποτα την πραγματική του ηλικία, η καρδία του όμως ήταν όμοια με ένος παιδιού έτοιμου να συγχωρέσει τον κόσμο και να τον ταξιδέψει ξανά από την αρχή.
Αιώνια μαγεμένος µε την απέραντη γαλάζια θάλασσα- που ήταν το σπίτι που μεγάλωσε, όπως συνήθιζε να λέει- έχτιζε κάστρα που η ζωή τα γκρέμισε μέσα σε μια στιγμή. Η αληθινή ιστορία του Μόχα είναι από αυτές που και να μην την ξέρεις φέρεις λίγο από αυτό τον πόνο βαθιά μέσα στα κύτταρά σου. Παλεύει αδιάκοπα με τα φαντάσματα του παρελθόντος και ταυτόχρονα ήταν ένας ήρωας που ζούσε για τα ιδανικά του.
Υπήρχαν κομμάτια που έλλειπαν κι έπρεπε κανείς να ψάξει ακόμη πιο βαθιά για να μάθει όλη την αλήθεια. Μα πάντα λείπει ένα κομμάτι και πρέπει εσύ να πας και να το συμπληρώσεις από δίπλα με την έμπνευσή σου. Δεν υπήρχε σαφή καταγραφή του χρόνου κι ούτε μπορείς να ξεχωρίσεις από τα πρόσωπα που απέμειναν πώς ο χρόνος έγραψε πάνω τους. Πολλοί ξεκινήσαν και λίγοι επέστρεψαν πάλι πίσω, κι από αυτούς κανείς τώρα πια δεν αναγνωρίζεται, έχουν όλοι παραδοθεί δεχόμενοι το τέλος τους. Δε ριψοκινδυνεύουν την απόδρασή τους. Δεν παλεύουν για τη διαφυγή τους. Δεν αγωνίζονται για την ελευθερία τους.
Ο Μόχα ήταν ένα ατρόμητο, ελεύθερο πνεύμα· τι κι αν ο κόσμος τον περνούσε για τρελό και τον περιφρονούσε, η απουσία του άφησε ένα τεράστιο κενό. Ο θάνατος δεν ισοδυναμεί με το τέλος κι αυτός δεν τον φοβόταν. Αυτό που είχε σημαία κι αρχή στη ζωή του ήταν η ελευθέρια και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, γι’ αυτήν πάλευε, γι’ αυτή βασανιζόταν. Στην προσπάθειά του να ζήσει και να μη χάσει τα λογικά του δημιουργεί έναν φανταστικό κόσμο και ζει για κάποια χρόνια εκεί, βιώνοντας τον απόλυτο έρωτα.
Η Βίρα, όπως του άρεσε να την λέει, ήταν αυτή που τον έσωζε κάθε βράδυ από τους εφιάλτες του, αγκάλιαζε τις πληγές του που ήταν νωπές ακόμη. Εκείνη τον αγάπησε από την πρώτη στιγμή που τον άκουσε να την καλεί. Εκείνος πάλι της είχε υποσχεθεί πως θα την πάρει και θα ζήσουν μαζί για πάντα μια ζωή ελεύθεροι. Κάθε πρωί που ξυπνά τον πνίγει το σπίτι, οι δαίμονές του επιστρέφουν και ο εφιάλτης ξεκινά.
Στέκεται στη μέση του δρόμου ξεσπά σε γέλια και με δάκρυα στα μάτια φωνάζει με
μανία. Η βίρα ουρλιάζοντας του ζητά να γυρίσει πίσω όμως εκείνος τώρα πια δεν την ακούει. Τον συλλαμβάνουν. Ακολουθούν στιγμές ατέλειωτης βίας και πόνου, μέχρι που ο Μόχα αποφασίζει να λυτρωθεί. Ξεψυχώντας σιγοτραγουδά έναν σκοπό που είχε σκαρφιστεί εκείνες τις δύσκολες νύχτες δίνοντας το συνθηματικό μήνυμα στη Βίρα για να έρθει και να τον συναντήσει. Εκείνη ουρλιάζει μα κανείς δεν την ακούει. Δεν υπάρχει για κανέναν άλλο πάρα μόνο γι’ αυτόν.
Ο λόγος που έφυγε ο Μόχα ήταν το πάθος του να ζήσει. Ήταν η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ήταν η ανάγκη για ελευθερία, για σεβασμό, αξιοπρέπεια κι αγάπη. Έγνεψε με το κεφάλι του σαν να την επιβεβαίωνε ξαλαφρωμένος. Στην πραγματικότητα δεν την άκουγε. Εδώ και ώρα δεν την άκουγε. Το μυαλό του είχε σταματήσει και σιγοτραγουδούσε το τραγούδι τους, το εισιτήριο για την καινούρια ζωή που της είχε τάξει, κοντά στο φως. Ελεύθερα.
Εμπνευσμένο από το τραγούδι «Μόχα» σε στίχους του Παύλου Παυλίδη.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου