Η ηθελημένη και με δόλο παραμέληση, η αποστασιοποίηση -ειδικά η συναισθηματική- που δεν έχει σκοπό την οριστική απομάκρυνση αλλά τον χειρισμό, έχει ισχυρό αντίβαρο στην ψυχολογία του ατόμου που του ασκείται. Είναι μια μορφή κακοποίησης που δύσκολα γίνεται αντιληπτή, κυρίως γιατί το θύμα αισθάνεται πως την αξίζει. Νιώθει απομονωμένο, μόνο, σταματά να νοιάζεται για τον εαυτό του, παραγκωνίζει τα συναισθήματά του και προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει τρόπο να το αναζητήσει ο θύτης του.
Όταν αποφασίζεις να παραγκωνίσεις κάποιον, να τον παραμελήσεις εσκεμμένα, για να του τραβήξεις ουσιαστικά την προσοχή, τότε ασκείς μια άτυπη μορφή ψυχολογικής και συναισθηματικής βίας. Δεν εξαφανίζεσαι κυριολεκτικά -αν και μπορεί να συμβεί κι αυτό- αλλά συναισθηματικά και νοητά, προκαλώντας στην άλλη πλευρά ανασφάλειες, αμφιβολίες, αίσθημα κατωτερότητας. Σταματά να επικοινωνεί τις δικές του συναισθηματικές ανάγκες κι επικεντρώνεται στο πώς θα φέρει ξανά εσένα κοντά του, πώς θα επικοινωνήσει ξανά μαζί σου.
Από άποψη σχεδίου, ένας άνθρωπος που εσκεμμένα παραμελεί, το κάνει με τρόπο έξυπνο κι όχι βίαια ή απότομα. Γίνεται σταδιακά πιο σκληρός κι ενέχει η συμπεριφορά του στοιχεία gaslighting, με σκοπό το θύμα να μην έχει διαύγεια περί της τακτικής που ακολουθεί. Απώτερος σκοπός του είναι σαφώς ν’ αποκτήσει τον έλεγχο, το θύμα του να κάνει σκοπό της ζωής του την ευτυχία του κακοποιητή του, να στρέψει ολόκληρη την προσοχή του στον θύτη και τα θέλω του. Έτσι, ο τελευταίος, αποστασιοποιείται μεθοδευμένα, απομακρύνεται συναισθηματικά, γίνεται πιο ψυχρός, με απόλυτη συνήθως επίγνωση αυτού που κάνει, επιστρέφοντας σποραδικά για τα λάφυρά του.
Ασκείται ψυχολογική και συναισθηματική βία μέσα από μια κατάσταση που γεμίζει φόβο το θύμα του, αλλά και τύψεις, καθώς συχνά υπάρχει η λογική «δεν απομακρύνομαι εγώ, εσύ με διώχνεις». Σταδιακά και νιώθοντας πως ό,τι κι αν κάνει δεν αξίζει την προσοχή και την αγάπη του θύτη του, το θύμα παύει να πιστεύει ότι έχει αξία για τους γύρω του κι επικεντρώνει την προσοχή του στο να ψάξει κοινά σημεία επαφής δημιουργώντας μια αιτιώδη σχέση. Ο θύτης, σε εκείνο το σημείο, έχει πετύχει το μεγαλύτερο μέρος του σχεδίου του. Με τακτική τον παραγκωνισμό και με μέσο τη βία, έστρεψε την προσοχή πάνω του και δημιούργησε μια βάση χειρισμού που πολύ δύσκολα σπάει, λόγω της δουλοπρέπειας που έχει καλλιεργηθεί.
Οι άνθρωποι πολλές φορές εσκεμμένα επιλέγουμε να χρησιμοποιήσουμε βίαιους κι αθέμιτους τρόπους για να ικανοποιήσουμε το εγώ μας, κάτι που ποτέ δεν παραδεχόμαστε, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που η συμπεριφορά μας θα έχει στην ψυχοσύνθεση των άλλων. Η ψυχολογική και συναισθηματική βία λοιπόν, είναι ίσως από τις χειρότερες που υπάρχουν διότι έχουμε κάνει μια σιωπηλή συμφωνία μεταξύ μας να την ασκούμε και να μας ασκείται υπό την ομπρέλα ενός «νιώθω».
Ξεγελώντας ως προς το ενδιαφέρον του και πιέζοντας το θύμα του συναισθηματικά και ψυχολογικά, δημιουργεί κανείς φόβο κι απόγνωση, ακριβώς γιατί αυτό που δε θεωρεί βία, αντιθέτως αποτελεί μια σοβαρή μορφή της. Σπρώχνει ένα βήμα πιο κοντά στον γκρεμό αυτόν που του ασκείται, δημιουργώντας τόσο μεγάλα ψυχικά τραύματα που επουλώνονται δύσκολα- έως και καθόλου.
Η βία σε οποιαδήποτε έκφανσή της -είτε φανερή είτε κρυφή- καμία θέση δεν πρέπει να έχει στις ανθρώπινες σχέσεις. Κάνεις δεν έχει το δικαίωμα με βίαιο τρόπο ν’ αναγκάζει τους γύρω του να παραμελούν τις ανάγκες και τα συναισθήματά τους, αδιαφορώντας για τον ψυχολογικό αντίκτυπο που προκύπτει. Κάνεις δε νοιάστηκε με ψυχολογική συναισθηματική πίεση και πόνο. Φοβήθηκε και πίστεψε πως δεν αξίζει, πως δεν έχει άλλη επιλογή από το να κάνει σκοπό της ζωή του την αποδοχή. Κι αυτό δεν είναι αγάπη. Είναι βία.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου