«Όποιος θέλει τα πολλά, χάνει και τα λίγα». Αυτή η έκφραση δε θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα τη σημερινή κατάσταση που βρίσκεται η κοινωνία. Τρέχουμε ολημερίς κι ολονυχτίς για να αποκτήσουμε. Το θέμα είναι ότι κατά βάθος ούτε εμείς οι ίδιοι δε ξέρουμε τι θέλουμε να έχουμε.
Κυνηγάμε ιδέες κι όνειρα βασισμένα σε φόρμες πλασμένες από ένα σύστημα που όλο ζητά και δεν επιστρέφει τίποτα. Καθώς ζητά εκείνο, έχουμε τη νοοτροπία να ζητάμε κι εμείς όλο περισσότερα χωρίς ουσιαστική σημασία, απλά για να έχουμε. Θέλουμε να έχουμε ακόμα και αν δε ξέρουμε τι έχουμε.
Καθαρός φόβος παρά τίποτα άλλο. Φοβόμαστε να μείνουμε με τα χέρια άδεια γιατί αν μείνουμε με τα χέρια άδεια θα είμαστε υποδεέστεροι απ’ τον συνάνθρωπο μας. Μπαίνει και το αίσθημα της ζήλιας και δένει το γλυκό. Που στην τελική, όταν το δοκιμάζουμε αντί για γλυκό, παίρνουμε μια δόση πίκρας σαν τον αναθεματισμένο καφέ που πίνουμε κάθε πρωί για να σηκωθούμε απ’ τα πόδια μας και να αναζητήσουμε ουτοπικά όνειρα.
Όλοι μας έχει βρεθεί στην αμήχανη κι άσχημη στιγμή που όταν φτάσαμε στο τέλος της αναζήτησής μας για κάτι, απλά καθίσαμε σιωπηλοί όταν καταλάβαμε πως δε το χρειαζόμασταν. Και χωρίς αυτό δε θα άλλαζε κάτι σημαντικά. Δε θα μας έλειπε τίποτα παρά το συναίσθημα της επιβεβαίωσης. Αυτό το κωλοσυναίσθημα, που μας κάνει να νιώθουμε ότι είμαστε κάποιοι. Επιβεβαίωση απ’ την κοινωνία, απ’ το σπίτι, απ’ τον άνθρωπο μας. Γιατί;
Έχουμε αυτό το άσχημο μικρόβιο που πιστεύουμε ότι ακόμη κι οι πιο κοντινοί μας άνθρωποι δε θα μας αποδεχτούν. Αν είναι όντως ο άλλος δικός σου άνθρωπος και σε ξέρει, είναι γνώστης του χαρακτήρα σου και θα σου δείξει ότι για να σε έχει δίπλα του δε χρειάζεται να αλλάξεις. Επιζητάμε συνεχώς αλλαγές και προσαρμόσεις του εγώ μας με τη δικαιολογία ότι καθώς θα αλλάξω θα γίνω καλύτερος ή όταν θα πάρω περισσότερα από αυτά που μου αντιστοιχούν, θα φανώ δυνατότερος. Μόνο το εγώ τρέφεται από αυτές τις σκέψεις κι όχι η πραγματική μας συνείδηση για το τι θέλουμε.
Όσο αναφορά και το υλιστικό κομμάτι, ισχύει ακριβώς το ίδιο. Βλέπουμε κάτι σε κάποιον και μας αρέσει, οπότε πρέπει να το έχουμε κι εμείς. Το λάθος είναι πως νομίζουμε ότι θα είναι το ίδιο για εμάς και πως θα εκπέμψουμε τις ίδιες εντυπώσεις σε άλλους. Το ότι είναι ωραίο στον άλλο δε σημαίνει ότι είναι ωραίο και σε μας.
Βλέπουμε στο χαζοκούτι κινηματογραφικές ψευδαισθήσεις και φανταζόμαστε τον εαυτό μας μέσα τους. Ρομαντικό δείπνο σε πανάκριβο εστιατόριο για το πρώτο ραντεβού. Σε ποιο παραμύθι νομίζετε ότι βρίσκεστε; Ποιος σας κάνει να πιστεύετε ότι πηγαίνοντας κι ακουμπώντας τη δουλειά σας και τον κόπο σας στο ταμείο του restaurant -για να μην μας πουν και βλάχους, αυτό μας μάρανε- ανεβαίνετε στα μάτια του κόσμου ή του ανθρώπου απέναντί σας; Ενός λεπτού σιγή για εκείνα τα ραντεβού που θάφτηκαν σε ακριβά τραπεζομάντιλα και μαχαιροπίρουνα αντί να ζήσουν καθισμένα στην προβλήτα του λιμανιού με μπίρες και τσιγάρα.
Ακόμα και το ίδιο το θέμα της σχέσης πολύπλοκο το κάναμε. Μας μπαίνει η ιδέα πως αν δεν έχουμε σχέση θα μας σνομπάρουν ή θα μας κοροϊδέψουν, ενώ δεν υπάρχει λόγος. Δηλαδή αν δεν έχουμε σχέση θα πάθουμε τίποτα; Επειδή είδαμε ένα ζευγαράκι να κρατιέται χεράκι και να περπατάει ρομαντικά σε ένα στενό, δε σημαίνει ότι θα πρέπει να το ζήσουμε. Ποιος ξέρει πόσες θυσίες και προσπάθεια έχει κάνει αυτό το ζευγαράκι για να φτάσει σε εκείνο το στενό.
Το νόημα στην τελική είναι το ίδιο για όλους. Ζητάμε όλο και περισσότερα χωρίς να τα θέλουμε πραγματικά. Πνιγόμαστε στα νερά του δήθεν και του πρέπει. Για την εικόνα μας προς τους άλλους θυσιάζουμε τα πάντα, για την εικόνα μας στον καθρέφτη όμως;
Ξυπνήστε. Δεν είμαστε η Αλίκη κι αυτή σίγουρα δεν είναι η χώρα των θαυμάτων. Εκτός αν τα δημιουργήσουμε εμείς. Τότε ναι, κανένα παραμύθι δε θα μας φτάσει γιατί θα ζούμε το καλύτερο, το πιο αληθινό και πάνω από όλα το δικό μας.