Βράδυ, είσαι έξω στη γύρα και περνάς καλά. Βρίσκεις το μέρος που σου άρεσε περισσότερο κι αράζεις εκεί με την παρέα σου. Και ξεκινάτε να χαζολογάτε, να γελάτε, να πίνετε κι άλλο κι απλά δε νιώθετε. Και ξαφνικά μπαίνει μες το μαγαζί εκείνη. Μετά τα τέσσερα εγκεφαλικά κι αφού ο πυρετός έχει πέσει από το 40, αρθρώνεις τις πρώτες λέξεις σαν μωρό. Όλοι ξέρουμε ποιες είναι αυτές, δε χρειάζονται επεξηγήσεις.
Είναι εκείνη η ώρα που όλη η παρέα ξεκινά έρευνα για το γκομενάκι. Πίνεις, καπνίζεις, κοιτάς τοίχους κι ο τοίχος μετά από τρία-τέσσερα ποτάκια είναι ο καλύτερος δάσκαλος. Σου λέει «πήγαινε μίλα της». Κι εσύ, λοιπόν, πας. Στο ύψος σου και με το στυλ σου το κυριλέ. Μιλάτε, ανταλλάζετε τηλέφωνα, της λες για το θείο σου τον Ωνάση και γνωστές μπαρούφες της στιγμής για να γελάσει.
Χορεύει και σε πιάνει απ’ το χεράκι να σου δείξει αν είναι καλή και της αρέσεις. Αψηφώντας το απαθές βλέμμα της αγελάδας που έχεις καθώς την κοιτάς, την ακολουθείς και ξεκινάς να κάνεις τα δικά σου. Μετράς λεπτά, στα τρία μπορείς να κάνεις την απόπειρα για το χέρι σου στη μέση της. Αν παραμείνει εκεί, είσαι σε καλό δρόμο. Τα κομμάτια έρχονται και πάνε κι έρχεστε όλο και πιο κοντά. Γουστάρεις όλο και περισσότερο αλλά δεν ξέρεις τι να κάνεις.
Περιμένεις. Πίνετε τα ποτά σας, φτιάχνετε κεφαλάκι και της λες να τη συνοδεύσεις μέχρι το σπίτι. Δέχεται, φεύγετε κι εκτός από χαρά σε τρώει και το άγχος. Φτάνετε στο σπίτι, κοιτιέστε και δε μιλάτε. Λέτε τα κλασικά, πως χαρήκατε για τη γνωριμία και ότι περάσατε καλά. Και μετά τι;
Εδώ παρατηρείται το φαινόμενο του κατεστραμμένου μυαλού και της ηλιθιότητας που μας διατρέχει σαν αρσενικά. Ανοίγεις το στόμα σου και της λες με σκυμμένο το κεφάλι «καληνύχτα, θα μιλήσουμε». Παίρνεις την απάντηση σου και φεύγεις.
Πας σπίτι και μόλις ξαπλώνεις ακούς μία μικρή φωνούλα στο κεφάλι σου που σου λέει με μεγάφωνο. «Τι καληνύχτα ρε μπέμπη;» Πραγματικά δεν υπάρχει λογική μετά από εκείνα που προηγήθηκαν. Περιμένεις δηλαδή να σου πει η άλλη «φίλα με ρε φίλε και λιώνω» ή μήπως να τη ρωτήσεις αν θέλει πρώτα; Τίποτα απ’ τα δύο δε θα γίνει, ξέχνα το.
Κάθε φιλί που δίνουμε μετράει πάντα, είτε είναι στη μαμά μας, είτε στη γυναίκα μας, είτε στο μωράκι που μας ταλαιπωρεί με τη σκέψη του. Κανένα φιλί δεν πρέπει να είναι προσχεδιασμένο ή κατόπιν συνεννοήσεως μεταξύ των δύο. Χάνεται η ουσία του μετά. Το φιλί δημιουργήθηκε για να δείξει στον δέκτη χωρίς λόγια τα αισθήματα και την αγάπη που έχει ο πομπός.
Μέσα σ’ ένα φιλί κρύβονται όλα τα συναισθήματλα σου κι όλα τα προβλήματά σου. Μόλις ακουμπήσεις τα χείλη του άλλου, δεν υπάρχει κάτι άλλο παρόν εκείνη την ώρα. Εσύ κι ο άλλος, μόνοι σας στο πουθενά και στο παντού ταυτόχρονα. Φιλάμε κάποιον γιατί έτσι νιώσαμε εμείς πως θα μας κάνει να έρθουμε πιο κοντά. Και για να του πούμε σιωπηλά πως τον νιώθουμε, πως τον θέλουμε. Το να ζητάς την άδεια για ένα φιλί καθιστά την όλη φάση και τα συναισθήματα της ψυχρά και όλα χάνουν την αξία τους.
Τα βήματα είναι απλά. Στέκεστε, κοιτιέστε, παίρνεις ανάσα, μετράς ανάποδα από το 3 και στο 1 κάνεις το βήμα και φιλάς. Ό,τι και να γίνει μετά, το δύσκολο κομμάτι πέρασε. Τώρα το μόνο που μένει είναι να το νιώσεις κι ακόμα πιο σημαντικό, να κάνεις τον άλλο να το νιώσει. Δείξε ότι το θέλεις, μην ρωτάς αν μπορείς ή αν θέλει.
Δε γίνεται να περιμένεις, για το φιλί που τόσο λαχταράς, να πάρεις άδεια. Πιάσε τον άλλο, κόλλησέ τον στον τοίχο και φίλα τον σαν μην υπάρχει αύριο. Στα ξαφνικά είναι το γλυκό της υπόθεσης. Μην κάθεσαι σαν τον χάνο και κοιτάς το πάτωμα. Δε θα σε φιλήσει αυτό. Σήκωσε το κεφάλι κοίτα στα μάτια κι όρμα. Ό,τι και να λέει ο κόσμος, τα ξαφνικά φιλιά έχουν τη γλύκα τους και χρειάζονται για ν’ ανάβουν πού και πού τα αίματα.
Επιμέλεια κειμένου Χρήστου Ζήση: Ελευθερία Παπασάββα.