Η ώρα δώδεκα. Ακούστηκε ο πρώτος χτύπος. Μετά από λίγο ακούστηκε κι άλλος ένας. Όσο περνάει η ώρα, τόσο και πιο γρήγορα έρχονται οι χτύποι. Αλλά δεν είναι συνηθισμένος ήχος, κάτι πάει στραβά. Κενό και ξαφνικά ένα βουητό. Ανοίγεις τα μάτια σου και βλέπεις φώτα να αναβοσβήνουν σαν λαμπάκια από Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τι γίνεται; Ο χτύπος χάθηκε, δεν το διαισθάνεσαι πλέον. Το μόνο που καταλαβαίνεις είναι μία γλυκιά ζέστη να διακατέχει το σώμα σου και μετά από λίγο κρύο.
Το θολό τοπίο αρχίζει να καθαρίζει και να φαίνεται μία σιλουέτα. «Είσαι εδώ;», ακούγεται μία φωνή από τη μεριά της μαύρης φιγούρας. Αλλά κάτσε, δεν είναι μαύρη. Ξεχωρίζουν δύο μεγάλα ολοστρόγγυλα χρυσά μάτια και ένα κατακόκκινο σαν αίμα χαμόγελο. Είναι μία γυναίκα. Και από το πουθενά, ξανακούς τα πάντα γύρω σου λες και φορούσες ωτοασπίδες. Δεν υπάρχουν θολούρες στον ορίζοντα, μόνο ένα πρόσωπο και από πίσω δύο δέντρα που κοιμούνται. Στον αέρα υπάρχει μία μυρωδιά καραμέλας και η οσμή ενός λουλουδιού. Όλα αυτά είναι γνώριμα. Από το κόκκινο χαμόγελο εμφανίζεται πάλι η κίνηση της ομιλίας και μέσα από αυτό, ναι, δυόσμος. «Είσαι καλά;», ακούγεται και τα ολόχρυσα μάτια τώρα μοιάζουν πιο σκυθρωπά. Πρέπει να απαντήσεις. «Ναι, καλύτερα δε γίνεται». Το χαμόγελο της πάλι σχηματίζεται γλυκά στο πρόσωπο της και αρχίζεις να γελάς σιγανά.
Η ώρα περνάει και εσείς βρίσκεστε καθοδόν. Δίπλα σας αυτοκίνητα και μηχανάκια που γεμίζουν το δρόμο. Σταματάς, την κοιτάς και αποφασίζεις πως πρέπει να της κρατήσεις το χέρι όσο πιο σφιχτά μπορείς γιατί θα φύγει αλλιώς. Ο χτύπος ξαναέρχεται, αλλά κανένα ρολόι δεν υπάρχει τριγύρω. Μα τι είναι αυτό που ακούγεται τέλος πάντων; «Πάμε; Ναι, φύγαμε». Τελικά η πόλη είναι πολύ ωραία το βράδυ, σκέφτεσαι και χαμογελάς. Γυρνάς το κεφάλι σου και εκείνη είναι ακόμα εκεί. Πρώτη φορά την παρατηρείς έτσι. Είναι πού όμορφη. «Σ’ ευχαριστώ». «Τι έγινε; Άκουσε τις σκέψεις μου;», σκέφτεσαι. «Το είπα φωναχτά αυτό;» ρωτάς, αλλά ξέρεις την απάντηση. Τώρα ο χτύπος ακούγεται πιο έντονα και πιο γρήγορα. Γνέφει καταφατικά και σου ψιθυρίζει κάτι στο αυτί. Τι ωραία που μυρίζει. Τι σου είπε; Δεν άκουσες. Χαμογελάει και εσύ ακολουθείς.
Στέκεσαι στο πεζούλι και την κοιτάς. Τι ωραίο χαμόγελο που έχει. Αλλά γιατί σταμάτησε να περπατά; «Μπορείς να ανέβεις πάνω αν θες». Σπίτι. Έφτασε σπίτι της. Τι θα κάνεις; Πάλι ο χτύπος. «Δεν πειράζει αν δε θες, δε φαίνεσαι καλά, έχεις χλομιάσει». Ιδρώνεις και τα πόδια σου νιώθουν ότι θα καταρρεύσουν. Το στόμα σου ανοίγει, αλλά δε βγαίνει ήχος. Γιατί; Και πάλι το χαμόγελο της δεν έχει εξαφανιστεί. Τα μάτια της όμως κρύβουν μία θλίψη. Σε φιλά. Παγώνεις. «Καληνύχτα, να προσέχεις». Και εξαφανίζεται από το οπτικό πεδίο. «Τι έγινε;», σκέφτεσαι και πιάνεις το πρόσωπο σου. «Που πήγε; Την έχασα».
Προχωράς και περνάς από στενά κοιτώντας μέσα, μήπως βρεις εκείνη. Περνάς το πάρκο και βρίσκεις ένα παγκάκι. Κάθεσαι κοιτώντας το άπειρο. Πάλι ο χτύπος σε ρυθμό από τύμπανα πολέμου. Κοιτάς γύρω σου, μα άδειο τοπίο. Κανένας δεν υπάρχει. Δάκρυα τρέχουν στα μάγουλα σου, αλλά δεν κλαις. Τότε από τι είναι; Σηκώνεσαι, τρέχεις, πας πίσω. Αλλά πού πίσω; Τίποτα δε φαίνεται ίδιο, εκτός από το πεζούλι στην άκρη του ματιού σου. Είσαι στο σπίτι της. Χτυπάς το κουδούνι. Σιωπή. Κατεβαίνεις τα σκαλιά και ψάχνεις τις τσέπες σου για τσιγάρα. Αλλά κάτσε, δεν καπνίζεις. «Πάμε σπίτι». Και στο πρώτο βήμα σου ακούγεται μια γνώριμη φωνή να λέει «γύρισες». Στρέφεις το βλέμμα σου στην κορυφή των σκαλιών και βλέπεις εκείνη να σε κοιτά με τα χρυσά μάτια. Ανεβαίνεις τα σκαλιά και τη φιλάς. Σε αγκαλιάζει και κλείνει η πόρτα.
Ανοίγεις τα μάτια σου και βλέπεις ένα μαύρο τοπίο. «Πού είμαι;» σκέφτεσαι. Τίποτα και κανένας γύρω σου. Το ρολόι γράφει δώδεκα. Ακούγεται ο χτύπος πάλι. Το κινητό σου χτυπάει. Ένα μήνυμα ελήφθη. «Μου έλειψες. Θέλω να σε δω. Σ’ αγαπώ». Το όνομα είναι γνωστό. Σηκώνεσαι μπαίνεις στο αμάξι και φτάνεις στο πεζούλι. Χτυπάς το κουδούνι και από πίσω ξεπροβάλλουν τα υπέροχα μάτια.
Ο χτύπος επιστρέφει και ανοίγεις για τελευταία φορά τα μάτια. Το ρολόι δείχνει δώδεκα. Κοιτάς το κινητό σου και δεν υπάρχει τίποτα. Κοιμάσαι και μετά κενό. Το ρολόι έγραψε πάλι δώδεκα.
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή