Extra Sour Cuba Libre∙ πώς λένε το ποτό που σου λύνει τη γλώσσα; White rum πενταετούς ωρίμανσης, λιωμένη μαύρη ζάχαρη, στυμμένο λεμόνι. Σε ψηλό ποτήρι, χωρίς καλαμάκια κι αηδίες.
Ο Θαμώνας προτείνει: συν δύο δάχτυλα dark rum. Το καλό. Αυτό απ’ το πάνω ράφι.

Να μιλάτε, ρε.

Χωρίς παραβολές. Χωρίς μυστήρια. Να ανοίγετε το γαμημένο το στόμα και να λέτε αυτό που κρύβεται μέσα σας. Γιατί αλλιώς θα καταλήξετε σαν εμένα.

Την γνώρισα κατά τύχη, συνταξιδιώτες και συνάδελφοι σε άλλη χώρα, για μια βδομάδα. Την τρίτη μέρα γύρισα και της είπα ότι την θέλω. Κι αν αυτό μοιάζει νορμάλ, για άνθρωπο με κοινωνικό άγχος στα επίπεδα ατσαλοσύνης Γκούφυ ήταν υπέρβαση χωρίς προηγούμενο. Ο τύπος στην άκρη του μπαρ δεν τα κάνει αυτά. Υπάρχει λόγος που κάθεται εκεί.

Βάλε με στο γραπτό και μπορώ να σου δώσω με ακρίβεια τη θέση της Ανδρομέδας, να σου περιγράψω ματωμένα φεγγάρια, να φτιάξω βιλανέλα για τα μάτια της μόνο. Λέξεις που θα πλημμυρίσουν το τετράδιο, θα αντικατασταθούν από καλύτερες, σωστότερες. Δε θα έχουμε αμφισημία κι ούτε την ελάχιστη παρεξήγηση. Ελεύθερη πτήση με ένα μάτσο αλεξίπτωτα.

Μη βάζετε γραφιάδες να σας λένε προφορικά τι νιώθουν. Ζούμε στο μυαλό μας, στη Νάρνια και στον σταθμό 9 ¾ όλη μέρα κι ιδιαίτερα όλη νύχτα. Στις λέξεις, στις παρενθέσεις και τα αποσιωπητικά… Χάνουμε το τώρα, τη στιγμή, με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού.

Να μιλάτε ρε.

Την είδα ένα χρόνο μετά. Χωρίς πολλή αλληλεπίδραση στο μεταξύ, ξέρει να προφυλάσσεται καλύτερα από μένα, που ξοδευόμουν σε διάφορες αγκαλιές. Βγήκαμε για ποτό και ρουφούσα κάθε της λέξη με προσήλωση. Πιο ευλαβικά κι απ’ το ρούμι -λατρεύω το ρούμι.

Ήθελα να της πω τόσα, ότι την σκέφτομαι, ότι την θέλω, πόσους μήνες κοιμόμουν και ξυπνούσα με τη σκέψη της, πως έχω δαγκώσει τη λαμαρίνα μαζί της κι έχω μείνει ξεδοντιασμένος και ζαλισμένος. Ερωτευμένος -και σιωπηλός. Αφόρητα σιωπηλός.

Άκου να δεις τι γίνεται με εμάς τους άντρες κι αυτό το πραγματάκι που λέγεται πατριαρχία. Αυτή την εξαιρετικά μουλωχτή παγίδα μέσω της οποίας μεγαλώνουν αγόρια και γίνονται άνδρες με κύρια οδηγία να μη δείχνουμε πώς νιώθουμε, να αποφεύγουμε έντονα συναισθήματα. «Άντρας είσαι, πώς κάνεις έτσι;», «Παίξ’ το και λίγο αδιάφορος» θα πουν οι φίλοι που έχουν μπει από νωρίς στο νόημα. Και φίλες το ίδιο, γιατί τους έμαθαν απ’ το σπίτι ότι έτσι είναι οι «σωστοί» άνδρες, απόμακροι και δύσκολοι. Ή έστω έχουν συνηθίσει έτσι.

«Μην τυχόν και φανείς ευάλωτος». Με αυτό μεγάλωσα. «Μη δείχνεις ποτέ τι νιώθεις», «Μην πεις ακριβώς τι σκέφτεσαι σε αυτήν που θες», «Δες τον Χ,Ψ –μεγάλοι καρδιοκατακτητές– αυτό θέλουν οι γυναίκες». Λες κι υπάρχουν συνταγές με μυστικά καλά κρυμμένες. (Σαν το Extra sour Cuba Libre με μαύρο ρούμι, ας πούμε).

Να μιλάτε ρε.

Να λέτε αυτό που θέλετε, να πείτε αυτά που νιώθετε. Και σας το λέει αυτός που δεν το έκανε, αυτός που εκνεύρισε αυτή που είναι τρελά ερωτευμένος και τώρα ντρέπεται να στείλει να ζητήσει άλλη μια ευκαιρία. Μην τυχόν και φανεί ευάλωτος.

Όταν ιδρώνουν οι παλάμες, αυξάνονται οι σφυγμοί, όταν μιλάει αυτή και τα πάντα γύρω σωπαίνουν, όταν χάνεσαι στο βλέμμα και τα μάτια της, απλά πες της το. Να το φωνάζετε ότι είστε ερωτευμένοι, ρε.

Δεν υπάρχει αρκετός έρωτας γύρω μας κι ειδικά τα αγόρια είμαστε δέσμιοι της «αντρίλας». Δείξτε σε αυτή που ποθείτε τι δίψα κουβαλάτε. Κι αν είστε τυχεροί θα σβήσετε τη δίψα μαζί. Κι αν είστε άτυχοι, κάτι θα βρεθεί αργότερα για τα ξερά σας χείλη.

Να μιλάτε, ρε.

Δείτε εγώ τι έπαθα. Κάθομαι εδώ, γράφω σε εσάς γιατί δεν ξέρω αν θα μ’ ακούσει πια…

 

Συντάκτης: Θαμώνας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη