Batida de Coco:

Στο ποτήρι του λικέρ προσθέτουμε ελάχιστο τζίντζερ, έτσι, για να νιώσουμε άβολα.

 

Υπάρχουν συμβάσεις στη διαδικασία του φλερτ. Χρονικές περίοδοι που πρέπει να παίζεις το παιχνίδι της γάτας και του ποντικιού, κλεισίματα ματιών, «διαβάστηκε», θάρρος ή αλήθεια και κρυφτό, το σταδιακό ξεγύμνωμα και το γνωστό τάνγκο: λίγα βήματα πίσω και περισσότερα μπροστά, μπλέξιμο ποδιών, διαπεραστικά κοιτάγματα, κερασμένα ποτά…

Οι εικόνες πιο πάνω είναι γνωστές. Κι αν για κάποιο λόγο διαβάζετε τις παραπάνω γραμμές και σίγουρα θέλετε να συνεχίσετε (με δική σας ευθύνη), θέλω να πω δυο λόγια για τη δικτατορία του πρώτου ραντεβού.

Εκεί έξω υπάρχουν αρκετοί, αρκετά διαφορετικοί, χαρακτήρες. Εξωστρεφείς και κοινωνικοί, κοινωνικοί εσωστρεφείς, ακοινώνητοι μαλάκες, γύπες, αυτοί/ες που απολαμβάνουν την προσοχή σου, αλλά δε θέλουν τίποτα παραπάνω, αυτοί που μόλις ήρθαν από το αστέρι του Μικρού Πρίγκηπα και δεν καταλαβαίνουν τι τους γίνεται. Κι η λίστα δεν τελειώνει…

Ο υποφαινόμενος γράφων έχει στρατηγικό μειονέκτημα –όπως αρκετός κόσμος εκεί έξω– ότι στις πρώτες εντυπώσεις δεν τα πάει και πολύ καλά. Αγχώδης λίγο, κακός στο λεγόμενο small talk, και με το μυαλό να λειτουργεί σε σημείο να πάει για κάψιμο σε ορισμένες καταστάσεις -μπορεί να μου πετάς υπονοούμενα κι εγώ να σκέφτομαι τι θα σου πω μετά και να τα χάσω εντελώς. Δεν κάνω πλάκα, πριν από μερικά χρόνια, μια κοπέλα που με κάλεσε σπίτι της αναγκάστηκε να με πάει στο κρεβάτι από το χέρι γιατί δεν κατάλαβα πού πήγαινε το πράγμα.

Το να ‘σαι αγχώδης (σε λογικά πλαίσια πάντα κι όχι ως διαταραχή, που απαιτεί τη βοήθεια επαγγελματία ψυχικής υγείας) βοηθάει σε πολλών ειδών δουλειές. Για παράδειγμα, θα ήθελα ο υδραυλικός μου να ‘ναι λίγο αγχώδης, νιώθω πιο ασφαλής, το ίδιο κι ο ηλεκτρολόγος.

Σ’ ένα ραντεβού, όμως, ο αγχώδης μου εαυτός λειτουργεί ως εξής: Χάνω τις στιγμές, ακούω αυτά που θέλω να ακούσω, μου ξεφεύγουν τα βασικά, σε κοιτάω με τις ώρες, κι ενώ μιλάς εσύ, σκέφτομαι πως δε με ενδιαφέρει, ρε διάολε, καθόλου για το σκυλάκι της θείας σου της Αμερσούδας, αλλά ότι οι γύρω μας είναι ενοχλητικοί.

«Τα ρούχα μου στρώνουν καλά; Γιατί θέλησε να βγει μαζί μου; Κι αν το έκανε επειδή την πίεσα;» Ή ακόμα χειρότερα, πριν ακόμα κανονίσουμε να βγούμε: «Μήπως να της πω να βγούμε; Της το πέταξα κι είπε “Ίσως, να το δούμε”. Κι αν το είπε για να με ξεφορτωθεί; Και δεν απαντάει με συχνότητα, και διάβασε αλλά δεν απάντησε, και θα γίνω ρεζίλι…». Ίσως τελικά να είμαι περισσότερο αγχωτικός από ό,τι φαίνεται…

Άσε με να σου μιλήσω για τον ουρανό και τα αστέρια, όμως, λίγο.

(Ακολουθεί μονόλογος-πολυβόλο. Διαβάζεται απνευστί.)

Βρήκαν νερό στον Άρη, ξέρεις. Κάποτε υπήρχε ζωή εκεί και μας κοίταζαν όπως τους κοιτάζουμε τώρα. Κι εκείνος ο ποιητής, που μου αρέσει, μια ζωή έγραφε για την ήττα, αλλά διαβάζοντάς τον νιώθω πιο δυνατός. Κι, αν θες να ξέρεις, η Ρόουζ μπορούσε να σώσει τον Τζακ, είχε χώρο πάνω στην πόρτα, και, τέλος πάντων, θέλω να βγω μαζί σου, και προφανώς είναι οκ να μη θες εσύ, αλλά θα ήταν ωραία να θες λίγο. Μην τρομάξεις που μιλάω τόσο, προσπαθώ να πίνω νερό να μη στεγνώνει το στόμα και συνειδητοποιώ ότι σε κοιτάω στα μάτια πολλή ώρα, κι ίσως νιώθεις άβολα, αλλά το χαμόγελό σου με κάνει να ξεχνιέμαι, κι η φωνή σου –σε άκουσα να τραγουδάς και κάτι μέσα μου έκανε γκελ, σαν τρίποντο με fade away στο τελευταίο δευτερόλεπτο «Βάλ’ το, αγόρι μου!»– και, να, είδες τώρα (αυθόρμητο μήνυμα πρωινό Κυριακής), σκέφτομαι αν πρέπει να σου στέλνω συνεχώς ή πρέπει να στείλεις κι εσύ καμιά φορά, αν κάπως έχω πιάσει το ενδιαφέρον σου…

(Βαθιά ανάσα.)

Γι’ αυτό το προτείνω ευθέως. Ας καταργηθούν τα πρώτα ραντεβού. Να γνωριστούμε, να πάμε κατευθείαν στο δεύτερο. Ή στο κανένα. Από το «ίσως» καλύτερα το «τίποτα».

 

Συντάκτης: Θαμώνας
Επιμέλεια κειμένου: Νικολέττα Βασιλοπούλου